Μακεδονίας ο Γερμανός Καραβαγγέλης, φαντάζεί ως άλλος νέος Κριτής,
ενός νέου Ισραήλ. Δίκαια λοιπόν, χαρακτηρίστηκε ως ο Αρχάγγελος των Κορεστίων.( τα Κορέστια είναι η Καστοριά)
Ο Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866,
όμως μεγαλώνει στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας.1* Σπουδάζει στη Θεολογική
Σχολή της Χάλκης, απ΄ όπου αποφοιτά το 1888, χειροτονείται διάκονος και
φεύγει στη Λειψία και τη Βόννη όπου σπουδάζει Φιλοσοφία και Θεολογία.2* Το
1891, επιστρέφει στην Πόλη και διορίζεται καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ψηφίζεται Χωρεπίσκοπος του Πέραν και από εκεί
αρχίζει πλέον την μεγάλη εθνική του δράση.3*
Η επισκοπή του ήταν μια περιοχή έντονης προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών,
μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσυλιτισμό των
ελληνόπαιδων, αφού πρώτα τα μεταβάλλουν «σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς
τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στις παραδόσεις τους». Ο Καραβαγγέλης
ενισχύει την Ελληνική εκπαίδευση, ιδρύει Ελληνικό σχολείο και βάζει τέρμα
σ΄ αυτή τη θλιβερή κατάσταση.
Τέτοιους ηγέτες, του αναστήματος ενός Καραβαγγέλη, χρειαζόμαστε και σήμερα
που να μπορούν να βάλουν τέρμα σε παρόμοια σύγχρονα, διαλυτικά της
κοινωνίας φαινόμενα, αποτινάζοντας από πάνω μας την πνευματική νωθρότητα
του ωχαδερφισμού, ο οποίος νανουρίζεται από το όραμα μιας «ανοιχτής
κοινωνίας» της ανοχής και ανδρώνεται από τις ευκολόπεπτες συγκριτιστικές,
ολιστικές και μετα-νεωτερικές θεωρίες του συρμού της Νέας Εποχής που τόσο
ταλανίζουν τον άνθρωπο του 21ου αιώνα.
Το 1900 ο Γερμανός εκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριάς σε ηλικία μόλις 34
ετών. Τα έξοδα της μετάβασης στον προσωπικό του Γολγοθά, εξοικονομεί από
την υποθήκευση των πολύτιμων αμφίων του. Ναι, ήταν αληθινός Γολγοθάς τότε,
η διαποίμανση οποιασδήποτε Μητρόπολης της Μακεδονίας διότι όλα τα΄ σκιαζε
η φοβέρα του Βούλγαρου κομιτατζή και τα πλάκωνε η σκλαβιά του Τούρκου
κατακτητή. Γι΄ αυτό και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντίνος ο Ε΄ και
στη συνέχεια Ιωακείμ ο Γ΄, διαλέγουν και στέλνουν στη Μακεδονία
Μητροπολίτες νέους , ηλικίας 35-40 ετών, μορφωμένους αλλά και πατριώτες
αποφασισμένους για κάθε θυσία, όπως τον Καστορίας Γερμανό, τον Πελαγονίας
Ιωακείμ, τον Εδέσσης Στέφανο, τους εθνομάρτυρες Κορυτσάς Φώτιο, Γρεβενών
Αιμιλιανό, Ελευθερουπόλεως Γερμανό και τους μετέπειτα εθνομάρτυρες Σμύρνης
και Κυδωνιών, τον Δράμας Χρυσόστομο και τον Στρωμνίτσης Γρηγόριο
αντίστοιχα, καθώς και πολλούς άλλους. Ιεράρχες που με τους αγώνες τους
αλλά και την πορφύρα του αίματος, τίμησαν το ράσο και δόξασαν έθνος και
εκκλησία, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά την αγιογραφική ρήση : «ουκ
εκλείψει άρχων εξ Ιούδα…».
Όπως όμως δεν λείπει ούτε και σήμερα ακόμη, το λυπηρό φαινόμενο που
ραγίζει τις καρδιές των Ελλήνων, της υποτίμησης και αποσιώπησης αυτής της
προσφοράς της εκκλησίας στο έθνος.4*
Εμείς σήμερα, τους λησμονημένους αυτούς ήρωες, δεν τους θεωρούμε πλέον,
πρότυπα ζωής που αξίζει να μιμηθεί κανείς, αγνοώντας ετσιθελικά, τον ρόλο
των προτύπων και των ηρώων στη διάπλαση της προσωπικότητας των νέων
ιδιαίτερα. Αλλά έτσι ενεργώντας, τι είδους υλικά τελικά, προσφέρουμε στα
παιδιά μας, για να χτίσουν εκείνα τους προσωπικούς τους στόχους και τις
δικές τους αξίες;
Πρότυπα αληθινής ζωής υπάρχουν, είναι οι άγιοι, όπως ο τιμώμενος χθες
άγιός μας, ο 20χρονος νεαρός μάρτυρας της πίστης, Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ο
πολιούχος της Μυτιλήνης, αλλά και οι ήρωες εκκλησιαστικοί άνδρες, με
εθνική προσφορά, όπως ο σημερινός μνημονευόμενος Λέσβιος Ιεράρχης, ο
οποίος δικαίωσε τις προσδοκίες όσων των εμπιστεύτηκαν.
Πάντοτε η εκκλησία αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Έτσι και στο λεγόμενο
Μακεδονικό ζήτημα. Από τον Μέγα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ, τον
πνευματικό αλλά και πραγματικό αρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα, μέχρι και τον
απλό παπά του χωριού, όλοι διέκριναν την κρισιμότητα του αγώνα. Πίστευαν
ακράδαντα ότι : «αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας
σώσει» όπως είπε ο Ίων Δραγούμης και έπρατταν εκείνο που όφειλαν.5*
Όμως οι Βούλγαροι, υποκινημένοι απ΄ τα πανσλαβιστικά ρωσικά οράματα που
υπηρετούσαν τον στόχο της εξόδου των Ρώσων στη Μεσόγειο, οραματίζονται και
αγωνίζονται για μια μεγάλη και ανεξάρτητη Βουλγαρία. Οργανώνουν έτσι, στο
χώρο της Μακεδονίας και Θράκης, ανταρτικά σώματα, τα Κομιτάτα και ιδρύουν
Βουλγαρικά σχολεία και ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, την επονομαζόμενη
«Βουλγαρική Εξαρχία».6*
Το Πατριαρχείο αντιδρά άμεσα, χαρακτηρίζοντας σχισματική τη «Βουλγαρική
Εξαρχία» και ως αίρεση το Βουλγαρικό και γενικά κάθε εθνικισμό που διασπά
την ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία απορρίπτει τον εθνικισμό, αποδέχεται
όμως τον πατριωτισμό και τη φιλοπατρία, καθώς θεωρεί τα έθνη, ως ένα μέρος
του σχεδίου της Θείας οικονομίας και άρα ως τον «πλούτο της ανθρωπότητας,
τα συλλογικά πρόσωπα. Και το μικρότερο από αυτά φοράει τα δικά του χρώματα
και φέρει μέσα του μια ιδιαίτερη όψη της Θεϊκής ευδοκίας» (Αλεξ.
Σολζενίτσιν). Γι΄ αυτό και επιδοκιμάζει και ευλογεί τις υπέρ του έθνους
θυσίες.7*
Η εθνικιστική όμως, έξαψη των Βουλγάρων, συνεχίζεται. Επωφελούμενοι από
την αδυναμία των Τούρκων, ενθαρρυνόμενοι απ΄ τη Ρωσία και με την
εκκωφαντική σιωπή των Παπικών, επιχειρούν τον εκσλαβισμό όλης της
Μακεδονίας. «Η δολοφονία είναι το κυριώτερο όπλο τους. Κατά χιλιάδες
εφονεύθησαν οι Έλληνες… Αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι,
ανδρών και γυναικών ανελεήμονα βασανιστήρια, ιερέων, γιατρών, διδασκάλων
κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί,… γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος»
(Κυανή Βίβλος του 1903 της Βρετανικής κυβέρνησης).
Το σύνθημα των Βουλγάρων είναι «Εξαρχία ή θάνατος», γράφει ο Καραβαγγέλης.
Δηλαδή, θάνατος σ΄ όποιον δεν υποτασσόταν στην αυτόνομη, εξαρχική,
Βουλγαρική εκκλησία, αλλά αναγνώριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως
κανονική εκκλησιαστική αρχή. Για να πλήξουν το γένος μας, πλήττουν την
ζωοποιό δύναμή του, τη ρίζα του που είναι η θρησκεία και η αγία παράδοσή
μας` και για να συμβεί αυτό, πρέπει η εκκλησία να χάσει την αίγλη της και
την επιρροή της. Είναι πια πασίγνωστη αυτή η πρακτική και με διαχρονική
μάλιστα εφαρμογή.
Το Ελληνικό κράτος της «αψόγου στάσεως», αργεί να ξυπνήσει και να έρθει σε
βοήθεια.8*
Αυτή την απελπιστικά επικίνδυνη κατάσταση βρήκε ο Γερμανός πηγαίνοντας
στην έδρα του. Δεν καθυστερεί λοιπόν, ούτε στιγμή. Δίνει την ψυχή του και
γίνεται η ψυχή του Μακεδονικού αγώνα. Ήταν ο εμπνευστής και ο οργανωτής
του. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» και αναπτύσσει μια
πρωτοφανή δραστηριότητα, συνεπικουρούμενος από τον Ίωνα Δραγούμη και τον
πρόξενό μας στη Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά.
Δημιουργεί τα πρώτα ανταρτικά σώματα αυτοάμυνας με αρχηγούς τον Βαγγέλη
Στρεμπενιώτη και τον καπετάν-Κώττα. Πετυχαίνει την εξάρθρωση των
ληστοσυμμοριών της περιοχής. Βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τα
προξενεία μας, τους Μητροπολίτες, τους ντόπιους οπλαρχηγούς, τους Έλληνες
αξιωματικούς, τις κοινότητες, τους ιερείς, τους δασκάλους, το λαό.
Αλληλογραφεί με τον Παύλο Μελά. Κι όταν αυτός ανεβαίνει στη Μακεδονία του
στέλνει μια εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου που πάνω της είχε χαράξει τα
εξής : «Τω πολυφιλήτω και
φιλοστόργω τέκνω. Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε και κατακυρίευε εν
μέσω των εχθρών σου». Και επίσης, του στέλνει τη σφραγίδα με το όνομα που
θα χρησιμοποιούσε στον αγώνα : «Μίκης Ζέζας».
Μετά δε, από τον τραγικό θάνατο του ήρωα, ο ίδιος τον κηδεύει και όπως
αναφέρει : «μετέφερα απ΄ τον Μητροπολιτικό Ναό εις το παρακείμενον
περίβολον του Βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών, το σεπτό σκήνος του, το
κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών, έπεσα επί της στρωμνής μου όπως
θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα.»
Ο Αγώνας όμως, συνεχίζεται. Ο Πολεμιστής - Ιεράρχης καβάλα στ΄ άλογό του,
με το μάνλιχερ στο χέρι, οργώνει τα χωριά, εμψυχώνει τους Έλληνες.
Ντυμένος αστυνομικός διασχίζει τα Βουλγαρικά χωριά, αποφεύγει τις
δολοφονικές ενέδρες των εχθρών του αλλάζοντας δρομολόγια και ξεγελώντας
τους.9* Ανοίγει εκκλησιές που είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, σπάζοντας τις
πόρτες, μπαίνει μέσα με το ρεβόλβερ στο χέρι και λειτουργεί με το μάνλιχερ
«παρά πόδας». «Έτσι επεβλήθηκα» θα πει, αυτός ο Παπαφλέσσας της Λέσβου.
Αυτός ήταν ο Γερμανός : «Ένας λεβέντης που έμοιαζε με Θεό», όπως θα τον
χαρακτηρίσει, ένας πληρωμένος, παρ΄ ολίγον φονιάς του που όμως
εντυπωσιασμένος από το παράστημα του Δεσπότη, δεν εξετέλεσε το δολοφονικό
του έργο.
Ο Μυτιληνιός Δεσπότης της Καστοριάς, βγαίνοντας από τα καθιερωμένα, βάζει
τη σφραγίδα του στην ιστορική πορεία του λαού του Θεού. Επιβεβαιώνοντας
και συνεχίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο, την παράδοση που θέλει την Εκκλησία
: «πολλάκις τον καθαρώς δευτερογενή δι΄ αυτήν εθνικόν σκοπόν να θέτει,
υπεράνω των καθαρώς θρησκευτικών και του ιδίου της, ως οργανισμού,
συμφέροντος» (Ιω. Συκουτρής).
Τελικά, Βούλγαροι και Τούρκοι πετυχαίνουν την ανάκληση από το Πατριαρχείο,
του «Αρχικομιτατζή», όπως αποκαλούσαν τον Γερμανό. «Η απομάκρυνσή μου από
την Καστοριά, γράφει ο ίδιος, θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό
αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του». Ενώ εκείνος, μόλις
αρχίζει να γράφει ένα νέο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του, καθώς τώρα,
το Πατριαρχείο τον τοποθετεί Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου. (1908)
Παραμένει Μητροπολίτης Αμασείας ως το 1922, εφαρμόζοντας ένα λεπτομερές
πρόγραμμα ανάπτυξης της επαρχίας του. Ιδρύει σχολές, σχολεία και άλλα
ευαγή ιδρύματα, αναγείρει ναούς, νέο μητροπολιτικό μέγαρο και επισκέπτεται
όλα τα χωριά της επαρχίας του, δίνοντας παντού όπου περνούσε μια εθνική
πνοή.10*
Σώζει τον Πόντο, το 1914, από την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης Τούρκων
προσφύγων στα ελληνικά χωριά. Το 1915 διασώζει αρκετά Αρμενόπουλα και το
1916 πέτυχε να σωθεί η Αμισός από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Ζει
από κοντά όλο το δράμα, πρώτα της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων και
έπειτα 350.000 Ποντίων από τους δήθεν προοδευτικούς και εκσυγχρονιστές
Νεότουρκους, οι οποίοι διακηρύττουν : «Η Τουρκία στους Τούρκους».11*
Ο εμπνευστής της Γενοκτονίας των χριστιανών της Μικράς Ασίας, Γερμανός
αξιωματικός Λίμαν Φον Σάντερς δηλώνει : «Η μισητή και άτιμη αυτή ράτσα θα
ξεκληρισθεί και θα χαθεί για πάντα…». Ως μέσα για την επίτευξη αυτού του
σκοπού χρησιμοποιούνται, η επιστράτευση των νέων, τα τάγματα εργασίας -
τάγματα θανάτου (Ameles tabour), οι εκτοπίσεις πληθυσμών, που έμειναν στην
ιστορία ως η λευκή σφαγή (le massacre blanc), οι εξορίες, οι φυλακές, οι
σφαγές, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις, οι βιασμοί, οι εξισλαμισμοί, τα
παιδομαζώματα, οι αρρώστιες, η ψείρα, η πείνα και η δίψα.
Όλη αυτή η θηριώδης, τουρκική τακτική της εξόντωσης των ελληνικών
πληθυσμών, προκαλεί την αυτοάμυνα των Ποντίων, το αντάρτικο του Πόντου, το
οποίο ο Κεμάλ, ως άριστος γνώστης της κατάστασης, το χαρακτηρίζει «έργο
και όργανο» του Καραβαγγέλη, ο οποίος τώρα, αγωνίζεται με νύχια και με
δόντια για την αυτοάμυνα και τη σωτηρία του Πόντου, τρέχοντας ένα
διπλωματικό μαραθώνιο, σε χρόνο αγώνα ταχύτητας (100) εκατό μέτρων.!!12*
Γι΄ αυτή την πατριωτική του δράση συλλαμβάνεται και φυλακίζεται το 1917.
Αλλά και πάλι το 1922, θεωρείται από τον Κεμάλ, ως ο υπ΄ αριθμόν (1) ένα
εχθρός της εξουσίας του και τον καταδικάζει σε θάνατο, όπως και τους
συνεργάτες του, τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη, τον εκ Παρακοίλων
της Λέσβου και τον Πρωτοσύγκελλό του Πλάτων Αϊβαζίδη, οι οποίοι και
πεθαίνουν μαρτυρικά. Ο Γερμανός όμως, διασώζεται καθώς το Πατριαρχείο τον
εκλέγει Μητροπολίτη Ιωαννίνων και τον φυγαδεύει στην Αθήνα.13* Εκεί
προτείνεται για Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά δεν τον εκλέγουν, όπως
παλαιότερα δύο φορές το 1913 και το 1921 του είχαν αρνηθεί και τον
Πατριαρχικό θρόνο. Ως Ιωαννίνων πηγαίνει στην Ήπειρο, αποφασισμένος να
δώσει «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν΄ αναχαιτιστεί το ρεύμα
εκπατρισμού των Ηπειρωτών».14*
Αλλά το 1924, δηλαδή, ένα μόλις χρόνο μετά από την άφιξή του στα Γιάννενα
, τον διορίζουν Μητροπολίτη Ουγγαρίας, με έδρα τη Βιέννη, τον «τόπο της
εξορίας» του όπως έλεγε, με τον τίτλο του Εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης.
Θεωρώντας κάποιοι πως έτσι υποτιμούν και παροπλίζουν τον ηρωϊκό αλλά
μάλλον ενοχλητικό γι΄ αυτούς Ιεράρχη. Του περικόπτουν επίσης, στο μισό τον
μισθό και τον αφήνουν απλήρωτο επί μήνες. «Αυτή ήταν η αμοιβή των θυσιών
και των εθνικών αγώνων ενός κληρικού που υπηρέτησε με αυταπάρνηση την
Ελλάδα για (40) σαράντα ολόκληρα χρόνια».15*
Εξόριστος από την πατρίδα του και με «περίλυπη έως θανάτου την ψυχή»,
τελειώνει ειρηνικά την επίγεια ζωή του στις 11 Φεβρουαρίου 1935.16*
Πρόφτασε όμως και είδε να πραγματοποιείται το όνειρό του για την
απελευθέρωση της Μακεδονίας, για το οποίο τόσο σκληρά εργάστηκε.
Το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε ακόμη και τα έξοδα της κηδείας του να
πληρώσει. Η δε μετακομιδή των λειψάνων του, από τη Βιέννη στην Καστοριά,
μόλις το 1959 κατέστη δυνατή. Στη διαθήκη του, ο ξεχασμένος Ήρωας -
Επίσκοπος γράφει : «Δεν χρεωστώ εις ουδένα ούτε οβολόν. Εις το έθνος
προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν, ως Ιεράρχης του ΄21». Πραγματικά, δεν οφείλεις
σε κανέναν τίποτε Γερμανέ, μα ούτε κι εμείς σου χρωστάμε τίποτε, καθότι,
κανείς δεν χρωστάει σε κάποιόν που δεν γνωρίζει και πολύ περισσότερο
μάλιστα, όταν δεν νοιώθει να του βαραίνει την ψυχή το χρέος προς την
προγονική παρακαταθήκη.
Ως εκ τούτου, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
Λέσβου και τον επικεφαλής αυτής, αξιότιμο Νομάρχη, κ. Δημήτριο Φωκίωνος
Βουνάτσο που με την αξιέπαινη πρωτοβουλία της τέλεσης μνημοσύνου, εις
τιμήν και μνήμην, του λησμονημένου Λέσβιου Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη,
μας έδωσαν την ευκαιρία μιας σύντομης γνωριμίας μαζί του, ώστε να
συνειδητοποιήσουμε το χρέος μας.
Αξίζει στ΄ αλήθεια να αναλαμβάνονται τέτοιες δυναμικές πρωτοβουλίες που θα
μας υπενθυμίζουν το χρέος της διατήρησης στην καρδιά του λαού μας και
ιδιαίτερα των νέων μας, της μνήμης ηρώων, όπως του θρυλικού και ηρωϊκού
Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, ενός εκ των κορυφαίων, αν όχι η κορυφαία
προσωπικότητα, του Μακεδονικού αγώνα και του Ποντιακού δράματος που
διακρινόταν για την αλύγιστη ψυχή και την οργανωτικότητα, τη ρητορική
δεινότητα και την πειθώ, την εκκλησιαστική συνείδηση και την αφιέρωση
μέχρι θανάτου στο Γένος και την Εκκλησία.
Αξίζει πραγματικά τον κόπο, να θυμόμαστε τους ήρωες και το προς αυτούς
χρέος μας διότι, «αυτά που θεωρούνται χαμένα στη ζωή, δεν χάνονται όταν
διατηρηθεί στις επερχόμενες γενιές, ζωντανή η μνήμη, η συνειδητή μνήμη,
ζωντανή η γνώση, ζωντανό το αίσθημα του χρέος, ζωντανός ο δεσμός που σαν
ομφάλιος λώρος, θα κάμνει τους απογόνους, όχι φίλους, αλλά οικείους και
κατόχους των χαμένων» (Μητροπολίτου Εφέσου κ. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη).
Γένοιτο.
Ομιλία που έγινε την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2001, στο Μητροπολιτικό Ναό
του «Αγίου Αθανασίου» της Μυτιλήνης, κατά την τέλεση Αρχιερατικού
Μνημοσύνου που διοργάνωσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου και ο
επικεφαλής αυτής, αξιότιμος Νομάρχης κ. Δημήτριος Φωκίωνος Βουνάτσος, επί
τη συμπληρώσεως 66 χρόνων από την τελευτή του Λέσβιου ήρωα Μητροπολίτη
Γερμανού Καραβαγγέλη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1* Οι γονείς του Χρυσόστομος και Μαρία, απέκτησαν, εκτός από τον πρωτότοκο
Στυλιανό, τον μετέπειτα Γερμανό, και άλλα επτά παιδιά, έξι κορίτσια και
ένα αγόρι, απ΄ τα οποία, το ένα κορίτσι και το αγόρι πέθαναν νωρίς.
Ο παππούς του ήταν από τα Ψαρά, συμπολεμιστής στην επανάσταση του ΄21 των
Κανάρη και Μιαούλη.
Στο Αδραμύττι μετακομίζει η οικογένειά του όταν ο Στυλιανός ήταν δύο
χρονών, διότι ο πατέρας του άνοιξε εκεί εμπορικό κατάστημα. Από το
Αδραμύττι θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την
ευφυΐα του, την φιλομάθειά του και το παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης
Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
2* Χειροτονείται διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε΄, με το όνομα
του ιδρυτή της Σχολής της Χάλκης, Πατριάρχη Γερμανού του Δ΄.
Με υποτροφία πάλι, ενός πλούσιου ομογενή, του Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση,
πηγαίνει για σπουδές στην Ευρώπη.
3* Το 1896, εκλέγεται Επίσκοπος Χαριουπόλεως, Αρχιερατικός Προϊστάμενος
της κοινότητας Σταυροδρομιού, το γνωστό Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως.
4* Γιατί δεν είναι λίγο το αίμα (11) έντεκα Πατριαρχών, (100) εκατό
Επισκόπων και (6000) έξι χιλιάδων κληρικών (σύμφωνα με το Γάλλο ιστορικό (
Puqueville ) Πουκεβίλλ) που φονεύθηκαν από τους Τούρκους έως το 1821. Ούτε
μικρότερης αξίας η προσφορά σε αίμα του κλήρου κατά το Μακεδονικό αγώνα,
τη Μικρασιατική καταστροφή και την Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών.
5* Δεν έλειψαν βέβαια, κατά τη διάρκεια αυτού του σκληρού και αδυσώπητου
αγώνα και ανθελληνικές συμπεριφορές Ελλήνων, καθώς και αντιχριστιανικές
πρακτικές χριστιανών ορθοδόξων που στιγμάτισαν αρνητικά την εθνική
προσπάθεια, αλλά και που καταδικάστηκαν επίσης , ως προδοτικές στη
συνείδηση του Ελληνικού λαού.
Επέτρεψε ο θεός να μας ταλαιπωρήσουν κι αυτά, για να θυμόμαστε ότι είμαστε
….άνθρωποι.!!
6* Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, είχε ορθά προβλέψει πως πίσω από τον
Βουλγαρισμό, Ρουμανισμό, Αλβανισμό, κρυβόταν ο Πανσλαβισμός, δηλαδή η
ένωση όλων των σλαβικών λαών υπό την σκέπη της Ρωσίας. Αυτό ήταν το όραμα
των παπικών ιερέων Ορμπίνι (1601) και Κριζάνιτς (1663), το οποίο το
χρησιμοποιεί τώρα η Ρωσία, για να επικρατήσει ο σλαβισμός στα Βαλκάνια και
να πετύχει έτσι την ποθούμενη έξοδό της στη Μεσόγειο.
Αξιοποιεί λοιπόν, η Ρωσία, την ήδη από το 1762, απ΄ τον Αγιορείτη μοναχό
Παϊσιο Χιλανδαρινό, με το έργο του «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία», εκπεφρασμένη
επιθυμία των Βουλγάρων για μεγάλη και ανεξάρτητη Βουλγαρία και τους ωθεί
στη διεκδίκηση των δικαίων τους .
Στην προσπάθεια αυτή, πρωτοστατεί ο Ρώσος πρεσβευτής στην
Κωνσταντινούπολη, ο περιβόητος Ιγνάτιεφ, ο οποίος και πετυχαίνει την
έκδοση από το Σουλτάνο της απόφασης για την ίδρυση το 1870, ανεξάρτητης
Βουλγαρικής Εκκλησίας, με τον τίτλο «Βουλγαρική Εξαρχία».
7* Όμως, η Ρωσία κηρύττει (1877), τον πόλεμο στην Τουρκία διεκδικώντας τα
Βουλγαρικά εθνικά δίκαια και προελαύνει μέχρι το προάστιο της
Κωνσταντινούπολης τον Άγιο Στέφανο, όπου το Μάρτιο του 1878, υπογράφεται η
ομώνυμη Ρωσοτουρκική Συνθήκη, από την οποία προκύπτει το κράτος της
«Μεγάλης Βουλγαρίας». Ευτυχώς με το συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του
ίδιου έτους, αυτό ανατρέπεται, αλλά το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» και
πάλι δεν λύνεται οριστικά.
8* Το Ελληνικό κράτος, ταλαιπωρημένο από τις εξελίξεις στο Κρητικό ζήτημα
και την ήττα του πολέμου το 1897, οικονομικά καχεκτικό, στρατιωτικά
ανίσχυρο, πολιτικά απομονωμένο, κρατεί την τακτική της «αψόγου στάσεως»
έναντι της Τουρκίας και αργεί να έρθει σε βοήθεια.
9* «Η ίδια Μπέλλου - Θρεψιάδn δίνει σ' ένα σημείο της αφήγησης της μια
εντυπωσιακή περιγραφή για τον άτρομο Γερμανό: Περνούσε καλπάζοντας με το
άλογο του' μεσ' από τα Βουλγαρικά χωριά, τη στιγμή που κανένας απ' αυτούς
δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα κι ίσως - ίσως του είχαν στημένη ενέδρα
και τον περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Πως μια μέρα που τον
αναγνώρισαν, τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας
οχυρώθηκε πίσω από ένα Βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, τον πιστό
τουρκαλβανό καβάσn του , τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί
φαίνεται πως εκτός απ' όλα τ' άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής, πάνω σ'
άλογο ... είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια και την άγρια ομορφιά των Ακριτών του
Βυζαντίου. Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα
του Ελληνισμού , προσπαθούσε ν' αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα της
βουλγαρικής απληστίας , έχοντας για μόνο όπλο του την αλύγιστη ψυχή και
φλογερή φιλοπατρία του.»
10* Έκτισε (115) εκατόν δεκαπέντε (!) σχολεία και σχολές, μέσα σε (3) τρία
μόλις χρόνια (!).
11* Οι Νεότουρκοι ήταν οπαδοί του Τούρκου πρωθυπουργού Μιδάτ που το 1908,
επαναστάτησαν και με αρχηγούς την τριανδρία των Εμβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ
εκθρόνισαν τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ τον Β΄ και άρχισαν συστηματικά να
εκδιώκουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς από τη Μικρασία (1914-1918 πρώτη
περίοδος διωγμών).
Οι διώξεις αυτές εντάθηκαν με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κεμάλ
(1919-1924 δεύτερη περίοδος διωγμών).
Πρωταγωνιστικό ρόλο, στις διώξεις εναντίον των Ελλήνων του Πόντου, την
περίοδο αυτή, διαδραμάτισαν οι Τσέτες, σώματα ατάκτων Τούρκων χωροφυλάκων,
απαρτιζόμενα από βαρυποινίτες και θανατοποινίτες των Τουρκικών φυλακών,
στους οποίους δόθηκε χάρη, ακριβώς για να πρωτοστατήσουν στον εκτοπισμό
των Ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρασία, εγκληματώντας εναντίον τους.
Από τους αρχηγούς των σωμάτων αυτών των εγκληματιών, διαβόητος έμεινε για
τις πράξεις του ο Τοπάλ Οσμάν, ο κουτσός διοικητής της Κερασούντας, ένας
αγράμματος πρώην βαρκάρης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ολοσχερή
εξόντωση πληθυσμού ολόκληρων χωριών και πόλεων.
12* Με πρωτοβουλία μάλιστα, του Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού, ιδρύθηκε
στον Πόντο μια μυστική αντιστασιακή εταιρεία, στα πρότυπα της Φιλικής, με
την επωνυμία «Μιθριδάτης».
13* Καθώς επέστρεφε από το Βουκουρέστι, όπου είχε πάει για να επιδώσει τον
Πατριαρχικό Τόμο της χειραφέτησης των νέων Σερβικών επαρχιών και της
αναγνωρίσεως του Μητροπολίτη Βελιγραδίου ως Πατριάρχη και ενώ βρισκόταν εν
πλω, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου,
για να τον διασώσει από τη δολοφονική μανία των Τούρκων, τον εκλέγει
Μητροπολίτη Ιωαννίνων και έτσι, με εντολή του Πατριάρχη, δεν αποβιβάζεται
στην Πόλη, αλλά πηγαίνει κατευθείαν στην Αθήνα.
14* Στον έναν χρόνο της παραμονής του στα Γιάννενα, ίδρυσε δύο σχολές
Ταπητουργίας και είχε ετοιμάσει άλλες δύο σχολές, μια Γεωπονική και μια
Σηροτροφίας. Πέτυχε δε, να επαναλειτουργήσει η εκεί Ιερατική Σχολή.
Πίστευε πως : «δια της ταπητουργίας, της σηροτροφίας και της θαυμαστής
ηπειρωτικής μεταλλοτεχνίας ….η περιοχή των Ιωαννίνων θα εγνώριζεν
οικονομικήν άνθησιν».
15* Γράφει ο ίδιος στ΄ απομνημονεύματά του : «Κι έτσι σήμερα κατάντησα να
περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ΄ ερείπια, εξόριστος απ΄ την Καστοριά, απ΄ την
Αμάσεια, απ΄ την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό
θάνατο στην Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ΄ την Ελλάδα…. Ο κληρικός
αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της Ελλάδος και
γι΄ αυτό θα έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελισθεί και να εξορισθεί τέλος
απ΄ την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της εξόριστος στην
ξένη γη!».
16* Δεν πρέπει να λησμονηθεί και η σημαντική επιστημονική και συγγραφική
του δραστηριότητα. Δυστυχώς πολλά έργα του όπως η Εγκυκλοπαίδεια της
Θεολογίας, η Εκκλησιαστική Ρητορική και η Εκκλησιαστική Ιστορία, έχουν
χαθεί, κατά πάσα πιθανότητα, στην Αμάσεια του Πόντου, σύμφωνα με τη
μαρτυρία συγγενών του. Τα σωζόμενα έργα του Γερμανού έχουν περιληφθεί στην
διδακτορική διατριβή του Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ Θ. Στάϊκου «ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΧΟΣ ΚΕΝΤΡΩΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»
(1924-1935) Θεσσαλονίκη 1998.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. «Γερμανού Καραβαγγέλη, Ο Μακεδονικός Αγών, (Απομνημονεύματα)», Αρχείον
Μακεδονικού Αγώνος, Πηνελόπης Δέλτας, τομ1-3, Έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών
Σπουδών, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1958.
2. «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη»,
Αντιγόνης Μπέλλου - Θρεψιάδη, Εκδόσεις Τροχαλία, 1992.
3. «Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας
Ευρώπης (1924 - 1935)», Μιχαήλ Θ. Στάϊκου Μητροπολίτου Αυστρίας και
Εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1998.
4. «Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, 1866 - 1935», Κοινότητα Στύψης
Λέσβου, Φεβρουάριος 1996.
5. «Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, εκ των πρωταγωνιστών
του Μακεδονικού Αγώνος, (1900 - 1907)», Αγνώστου, Μάιος 1959.
6. «Ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης», Αθανασίου Τσερνόγλου, Αθήναι 1983.
7. «Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα», Ρούλας Παπαδημητρίου, Εκδόσεις
Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1991.
8. «Η Εκκλησία και ο Μακεδονικός Αγώνας», Κώστα Σαρδελή, Αθήναι 1986.
9. «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…», Χάρη Τσιρκινίδη, Εκδόσεις Γράμμα,
Θεσσαλονίκη 1995.
10. «Η πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας», Νικόλαου Μάρτη, Αθήνα
1983.
11. «Γενική Ιστορία», Σαράντος Ι. Καργάκος, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα
1976.
12. «Αξέχαστες Ελληνικές Πατρίδες», τομ. Α & Γ, Εκδόσεις η «ΖΩΗ», Αθήνα
1994.
13. «Μακεδονικός, Βορειοηπειρωτικός και Κυπριακός Αγώνας», Αθηνάς Τριάντη
- Θεοχαροπούλου, Πειραιάς 1991.
14. Ημερολόγια Ορθόδοξης Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ» ετών
1992,1994,1995.
15. Ημερολόγιο Μητροπόλεως Μυτιλήνης έτους 1993.
16. «Πειραϊκή Εκκλησία», Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, τευχ.
39(146) & 80(187).
17. «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», Περιοδικό της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αδελφότητος
«ΛΥΔΙΑ».
18. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», Έκδοση του Ορθόδοξου Κέντρου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, Σαμπεζύ - Γενεύη Ελβετίας, τευχ. 480 & 484 του 1992, 501 &
510 του 1994 και 576 του 1999.
19. «Απόστολος Βαρνάβας», Επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου,
τεύχη Φεβρουαρίου και Αυγούστου του 1995.
20. «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ», τεύχη 228 & 371.
21. «Ορθοδοξία και Ελληνισμός», Ένθετο εφημερίδας «ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 6
Αυγούστου 2000.
22. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», Εφημερίδα, 17 Νοεμβρίου 1994.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1900 - 1912
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ (1866-1935)
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν μια από τις σημαντικότερες και πολύπλευρες
εκκλησιαστικές προσωπικότητες του προηγούμενου αιώνα. Η προσφορά του στην
εκκλησία και την πατρίδα είναι ανεκτίμητη. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η
προσφορά του αυτή δεν εκτιμήθηκε όπως και όσο θα έπρεπε. Ο σημερινός
Μητροπολίτης Αυστρίας κ. Μιχαήλ eργάστηκε επιστημονικα. Εκπόνησε μια
μελέτη για την δράση ταυ Γερμανού Καραβαγγέλη, στη Μητρoπολη Κεντρώας
Ευρώπης, όπως ονομαζόταν τότε, η σημερινή Μητρόπολη Αυστρίας. Η μελέτη του
εγκρίθηκε ως διδακτορική διατριβή, από το Τμήμα Θεολογίας του
Πανεπιστημίου Θeσαλονικης και εξεδόθη με χορηγία του υπουργείου Μακεδονίας
Θράκης.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, παρά την τεράστια εθνική και εκκλησιαστική του
προσφορά, παραμένει σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του τη Λέσβο. Αντίθετα,
στη Δυτική Μακεδονία όπου έδρασε μια περίοδο της ζωής τoυ, είναι γνωστός
ως κεντρική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα. Ωστόσο, πανελλαδικά υπάρχει μια
διάχυτη άγνοια αλλά και σιωπή γύρω από τη δυνατή ιστορική προσωπικότητα
του Γερμανού Καραβαγγέλη. Η Κοινότητα Στύψης, επιχειρεί να δώσει μια λιτή
χρονογραφία της ζωής και της δράσης του Μεγάλου Πατριώτη, Μακεδονομάχου
και τέκνου της Στύψης Γερμανού Καραβαγγέλη, έτσι ώστε, o αναγνώστης να
μπορεί να σχηματίσει την εικόνα αυτού του λεβέντη ρασοφόρου που ήταν
ταυτόχρονα δεινός ρήτορας, σαγηνευτικός διπλωμάτης, πανέξυπνος πολιτικός
με εξαιρετική φιλοσοφική κατάρτιση. Η τεράστια προσφορά του Γερμανού
Καραβαγγέλη, άγνωστη για δεκαετίες στο ευρύ κοινό, αρχίζει επιτέλους να
γίνεται γνωστή και να αποτιμιέται όπως της αξίζει. Εκπληρώνοντας αυτό
ακριβώς το χρέος τιμής, η γενέτειρά του, οργανώνει τις εκδηλώσεις μνήμης
από το θάνατό του.
Ο Μητροπολίτης Αυστρίας, γράφει στον πρόλογο της διατριβής του:
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν μια από τις σημαντικότερες και πολύπλευρες
εκκλησιαστικές προσωπικότητες του προηγούμενου αιώνα. Η προσφορά του στην
εκκλησία και την πατρίδα είναι ανεκτίμητη. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η
προσφορά του αυτή δεν εκτιμήθηκε όπως και όσο θα έπρεπε. Ο σημερινός
Μητροπολίτης Αυστρίας κ. Μιχαήλ eργάστηκε επιστημονικα. Εκπόνησε μια
μελέτη για την δράση ταυ Γερμανού Καραβαγγέλη, στη Μητρoπολη Κεντρώας
Ευρώπης, όπως ονομαζόταν τότε, η σημερινή Μητρόπολη Αυστρίας. Η μελέτη του
εγκρίθηκε ως διδακτορική διατριβή, από το Τμήμα Θεολογίας του
Πανεπιστημίου Θeσαλονικης και εξεδόθη με χορηγία του υπουργείου Μακεδονίας
Θράκης.
Επιστολή Μητροπολίτου Αυστρίας προς Δήμαρχο Πέτρας Στέλιο Παυλή:
ERZBISCHOF MICHAEL METROPOLIT VON AUSTRIA (Ο Αυστρίας Μιχαήλ)
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ
Αθήναι τη 11η Ιουνίου 1903
Σεβασμιώτατε,
Δράπομαι της ευλογητής ταύτης ευκαιρίας όπως σας εκφράσω την άπειρον
λατρειάν και τον άπειρον σεβασμόν ον προς Υμάς τρέφω δια την γενναίαν και
πατριωτικωτάτην ενέργειαν Υμών.
Οι αγώνες σας, γνωστοί ήδη όντες εις πολλούς καλούς πατριώτας και ως
ελπίzω μετ' ου πολύ εις ολόκληρον τo Έθνος δεν αμφιβάλλω ότι θέλουσι
ηλεκτρίσει τους πάντας, όπως σπεύσωσι εις ενίσχυσιν σας.
Οι ένδεκα Κρήτες ους σας στέλομεν, είνε τέλειοι τύποι πολεμιστών Γενναίοι,
ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το
εθνικόν αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τov αγώvα
σας.
Ο ήδη γνωστός σας Γεώργιος Περάκης είνε ο καλίτερος πάντων εις αυτόν
δύνασθε τα πάντα να λέγητε και να τον συμβουλεύεσθε ακόμη, δια τα πράγματα
τα οποία δεν υποπίπτουσι εις την Υμετέραν άμεσον και πεφωτισμένην
αντίληψιν.
Εις όλους αυτούς συνεβούλευσα να φέρωνται μετά μετριοφροσύνης και
ευγενείας προς τους εντοπίους συναδέλφους των όπως μη εξεγείρωσι τηv
ζηλοτυπίαν και το πάθος αυτών. Επίσης τους συνεβούλευσα να φροντίσωσι πάση
δυνάμει όπως ο αγών των είνε γενναιόφρων και προς αυτούς ακόμη τους
εχθρούς. Διότι πολλάκις μιά ελεημοσύνη ή μετριοφροσύνη κάμνει πολλά
περισσότερα από εκατόν φόνους
Ο Περάκης θα σας δώση εν κρυπτογραφικόν λεξικόν δια του οποίου θα
συνεννοήσθε με τov ανθυπολοχαγόν Αθάνασιον Εξαδάκτυλον εργαzόμενον εις τα
σύνορα παρά την Ασπροκλησιάν. Ούτος είνε φρονιμώτατος και πατριωτικώτατος
συνάδελφός μου, θα έχη δε πάντοτε Αγίας Γραφάς δια τους ιερείς σας, αρκεί
να στέλητε κατάλληλον άνθρωπον να τας παραλαμβάνη.
Και πάλιν εκφράζων την προς Υμάς άπειρον αφοσίωσιν, διατελώ ταπεινότατος
δούλος Υμών
Παύλος Μ. Μελάς
Ανθυπ. Πυροβολικού
Υ.Γ. Νομίζω απαραίτητον δια πολλούς λόγους να μη εννοηθή ότι οι άνδρες
αυτοί είνε Κρήτες. Ώστε συστήσατέ το και εις τους ιδίους.
Π.Μ.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
«O Γερμανός Καραβαγγέλης υπηρέτησε σε πέντε εκκλησιαστικές επαρχίες του
Οικουμενικού Θρόνου. Το 1896 και σε ηλικία μόνο 30 ετών εξελέγη επίσκοπος
Χαριουπόλεως. Την 21η Οκτωμβρίου 1900, 34 ετών τότε, εξελέγη Μητροπολίτης
Καστοριάς. Ήταν η εποχή, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο εδινe ιδιαίτερη
σημασία στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, αφού μόνο η
εκκλησία τότε θα μπορούσε να αποτελέσει την ασπίδα του ελληνισμού στις
επιθέσεις των Βουλγάρων.»
Στα προλεγόμενα του βιβλίου του Μητροπολίτη Αυστρίας, ο καθηγητής κ.
Απόστολος Γλαρίνας, γράφει:
«Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ως ηγετική φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνος,
ανέπτυσσε πρωτοβουλίες, συνεργαζόταν με εκπρόσωπους των Αθηνών περιόδευε
την Επαρχία ταλαιπωρούνταν κινδύνευε, εμψύχωνε τους πάντες, αλληλογραφούσε
με παραγονrες, οργάνωνε αντιστασιακές ομάδες, αναπτέρωνe τους Έλληνες και
Πατριαρχικούς, ενίσχυε τους αδύναμους, σαγήνευε τους οπλαρχηγούς, ξυπνούσε
τις υπνώτουσες συνειδήσεις των Αθηνών και με μία ασυνήθιστα έντονη, διαρκή
και αποτελεσματική δραστηριότητα, περιφρουρούσε το ποίμνιό του και τον
Ελληνισμό της βορειοδυτικης Μακεδονίας από τους Βούλγαρους Εξαρχικούς.»
Στο1908, εξελέγη ο Γερμανός Καραβαγγελης. Μητροπολίτης Αμάσειας , που είχε
έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου, ωραιότατη πόλη, παραθαλάσσια και
εμπορική. Στην αρχή ασχoληθηκε με την οργάνωση της Μητρόπολης, που ανέθεσε
το Πατριαρχείο. Σταμάτησε τις κομματικές έριδες που υπήρχαν, εγγενές
ελάττωμα των ελλήνων και επισκeφθηκε όλη την επαρχία του, ακόμη και τα πιο
απομακρυσμένα χωριά.
Αυτό έγινε από το 1908 έως το 1914. Από τότε και μετά, ο Γερμανός απεδύθη
σ` έναν αγώνα για τη διάσωση των Ελλήνων και των Αρμενίων από τη
γενοκτονία που επιχειρούσαν οι Τούρκοι.
Ένας συνδυασμός εκκλησιαστικών και πολιτικών συγκυριών και με ανάλογες
δόσεις "ίντριγκας" στέρησε από τον Γερμανό Καραβαγγέλη τον Πατριαρχικό
θρόνο ή τον θρόνο της αρχιεπισκοπής Αθηνών, ενώ ήταν ο επικρατέστερος.
Αργότερα, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, γιατί από
το τουρκικό δικαστήριο της Αμάσειας είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Στα
Ιωάννινα έμεινε για ένα χρόνο, (Απρίλιος 1923-Απρίλιος 1924), αλλά στο
μικρό αυτό διάστημα πέτυχε να προσφέρει σημαντικό έργο στους Ηπειρώτες. Το
1924 τοποθετήθηκε από το Πατριαρχείο στη Μητρόπολη Ουγγαρίας, η οποία μετά
τις αντιδράσεις που υπήρξαν από τους Ούγγρους και τους Σέρβους
μετονομάσθηκε σε Κεντρώας Ευρώπης. Στη Μητρόπολη αυτή έμεινε έως το θάνατό
του, τον Φεβρουάριο του 1935.
Απεβίωσε γεμάτος πίκρα που η πατρίδα τίποτε δεν του αναγνώρισε από την
υπέρ 30 έτη διακονία του και από την προσφορά του στο Γένος, τόσο κατά τον
Μακεδονικό Αγώνα, όσο και κατά την παραμονή του στον Πόντο.
Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης στη διαθήκη του, στην οποία, κληρονόμο του
κατέστησε τη γενέτειρά του Στύψη Λέσβου, έτσι εξέφρασε την πικρία του για
την αγνωμοσύνη που έδειξαν τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία:
"Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο
ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του
κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας
εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος
προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21...".
Τον Ιούνιο του 1959, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και
του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, επετεύχθη η μεταφορά των οστών
του στην Καστοριά, όπου εναποτέθηκαν σε κρύπτη υπό τον ανδριάντα του.
Το μοναδικό εκκλησιαστικό και εθνικό έργο του Γερμανού Καραβαγγέλη, τώρα
μόλις αρχίζει να αναγνωρίζεται, αφού η μικροψυχία και ο φθόνος πολλών
συγχρόνων του δεν επέτρεψε να τιμηθεί νωρίτερα.
Σ' αυτό συμβάλλει και το πόνημα του Μητροπολίτη Αυστρίας.
Χωρεπίσκοπος του Περάν
Το Φεβρουάριο του 1896 εψηφίσθηκα χωρεπίσκοπος Πέραν. Το Πέραν
(Αριστοκρατική συνοικία της Κωνσταντινούπολης) ήταν γεμάτο από
προπαγανδιστικά σχολεία και όλοι τους σχεδόν οι τρόφιμοι ήσαν Ελληνόπαιδα,
που φοιτούσαν σ' αυτά, για να μάθουν τη γαλλική γλώσσα. Στα σχολεία αυτά
εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική
ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά καθώς βρίσκονταν σε ξένο και εχθρικό
περιβάλλον εξεφυλλίzοντο και μεταβάλλοντο σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς
τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στας παραδόσεις των, αφού όλη τους η μόρφωσις
είχε σκοπό προπαγανδιστηκό.
Απεκαλύφθησαν μάλιστα και ένα σωρό προσηλυτιστικά σκάνδαλα, ιδίως
κοριτσιών αρίστων οικογενειών. Επρεπε λοιπόν να γίνη μια συστηματική
αντίδρασις εναντίον αυτού του ρεύματος.
Η πρώτη μου ενέργεια ήταν να διορίσω ως επίσκοπος του Πέραν διπλωματούχους
εφημερίους και ιεροκήρυκας του Πέραν, τον Κ. Καλλίνικον, το Νέστορα
Σεπολίδη, καθηγητή της Εμπορικής Σχολής, το Ζώτο, το Στέφανο Αθανασιάδη,
καθηγητή του Ζαππείου και έπειτα Μέγαν Ιεροκήρυκα των Πατριαρχείων και
άλλους. Με τους ιεροκήρυκας αυτούς και με δικά μου τακτικά κηρύγματα
εδημιουργήθηκε μια δυνατή αντίδρασις όχι μόνον στο Πέραν αλλά και αε όλα
τα κέντρα της Πόλης, όπου στις εκκλησίες έκήρυσσαν οι ιεροκήρυκες που
ανέφερα. Αφού ετοιμάστηκε το έδαφος, οι μαθηταί της προπαγανδιστικής
σχολής ΠαπάzΚιοπρού του pere Andre που είχαν αθορύβως και καταλλήλως
κατηχηθή, μια Δευτέρα ως εκ συνθήματος εγκατέλειψαν τα μαθητικά θρανία και
έσπευσαν στην εκεί κοντά Ελληνική εκκλησία, όπου τους περίμενα. Εκατόν
πενήντα μαθητάς σε δυο στίχους παρατεταγμένους τους μετέφερα την ίδια
στιγμή και τους κατέταξα στις αστικές σχολές και στο Ζωγράφειον. Μέσα στην
ίδια εβδομάδα έφυγαν και οι υπόλοιποι μαθηταί κι έτσι κλείστηκε μια για
πάντα η φωλιά αυτή και στη θέσι της εμπήκε η ιδιωτική Σχολή του Μουμτzή.
Το παράδειγμα αυτό των μαθητών, που διασαλπίστηκε άπό τη δημοσιογραφία,
εμιμήθηκαν και των άλλων προπαγανδισηκών σχολών οι μαθηταί σε τρόπο που
υπερπληρώθηκαν οι ελληνικές σχολές του Πέραν και των άλλων ενοριών. Και
για τα αγόρια το πράγμα ήταν εύκολο, γιατή υπήρχαν αρρεναγωγεία, όπου
εδιδάσκετο αρκετά η γαλλική γλώσσα, όπως το Λύκειο Χατzηχρήστου και το
Ζωγράφειον. Για τα κορίτσια όμως δεν υπήρχε ελληνογαλλικό παρθεναγωγείο,
και το Ζάππειο, προωρισμένο να μορφώνη δασκάλες, μόλις διέθετε 2-3 ώρες τη
βδομάδα για τα γαλλικά.
Τότε, βλέποντας ότι τα οικονομικά της κοινότητας δεν επαρκούσαν, ίδρυσα εξ
ιδίων μου το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο Πέραν, που μετωνομάσθηκε από το
λαό ΠαρΘεναγωγείο του Καραβαγγέλη.
Ενοίκιασα ένα μεγάλο σπίτι, το εφωδίασα με έπιπλα, Θρανία, πιάνο κλπ. και
κατήρτισα έτσι το αντιπροπαγανδιστικό φυτώριο των κοριτσιών, όπου
εδιδάσκοντο το πρωί τα ελληνικά και το απόγευμα αποκλειστικώς τα γαλλικά
κατά το πρόγραμμα του λυκείου.
Εδώ εδίδασκαν οι καθηγηταί της Μεγάλης Σχολής του Γένους Αυθεντόπουλος,
Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτίκος, Καλλίνικος, οι αδελφές Σαντοριναίου
και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες, σε τρόπο που η Σχολή σε λίγο διάστημα είχε
450 μαΘήτριες, που αποσπάσθηκαν από τις προπαγανδιστικές σχολές και που
ανήκαν σε όλες της κοινωνικές τάξεις. 'Ησαν δηλ. κορίτσια επιστημόνων,
καθηγητών, εμπόρων, αλλά και βιοπαλαιστών, όπως η φτωχή μαθήτρια Ελπίς
Καλογεροπούλου, που η φωνή της τράβηξε την προσοχή του σοφού
μουσικοδιδασκάλου Παχτίκου, κι έτσι έβαλε ης πρώτες βάσεις στη μουσική
εξέλιξι της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού, της γνωστής με τ' όνομα
Σπεράντσα Καλό.
Από το βιβλίο του Σάββα Καλεντερίδη "ΔΥΤΙΚΟΣ ΠΟΝΤΟΣ"
Ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης
Γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του l866 και πέρασε το
παιδικά ταυ χρόνια στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Σπουδάστε στη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ' όπου αποφοίτησε το 1888, χειροτονήθηκε
διάκονος και έφυγε στη Λειψία και τη Βόννη όπου σπούδασε Φιλοσοφία και
θεολογία. Το 1891 επέστρεψε στην Πόλη και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή
της Χάλκης. Το 1896 εκλέχθηκε επίσκοπος Χαριουπόλεως και αρχιερατικός
προϊστάμενος της κοιvότητας Σταυροδρομίου, στο γνωστό Πέραν της
Κωνσταντινούπολης, από όπου άρχισε τη μεγάλη εθνική του δράση.
Το 1900 σε ηλικία μόλις 34 ετών o Γερμανός εκλέχθηκε μητροπολίτης
Καστοριάς, όπου υπό τη καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ',
που ήταν ο πνευματικός ηγέτης του Μακεδονικού Αγώνα, ανέλαβε καθοριστικό
ρόλο στη στήριξη του Ελληνικού Πληθυσμού στα όρια της μητρόπολης του, σε
αντιπερισπασμό της δράσης του Βουλγαρικού κομιτάτου, που αποσκοπούσε στον
εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και της Θράκης
Για τη διευκόλυνση της δράσης του χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κώστας
Γεωργίου και ανέπτυξε πρωτοφανή δραστηριότητα, συνεπικουρούμενος από τον
Ιωνά Δραγούμη και τον πρόξενο της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά.
Η δράση του όμως ενόχλησε τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, οι οποίοι
ζήτησαν επιτυχώς την ανάκλησή του από το Πατριαρχείο. Αναφερόμενος στο
περιστατικό ο ίδιος είχε γράψει πως «Η απομάκρυνσή μου από τη Καστοριά
θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια
σχεδόν στο τέλος του».
Η αγωνιστική δράση του ιεράρχη δεν σταμάτησε εδώ, αφού άρχισε να γράφει
ένα νέο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του, όταν το Πατριαρχείο τον
τοποθέτησε μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου (1908), με έδρα τη Σαμσούντα.
Παρέμεινε μητροπολίτης Αμασείας ως το 1922, εφαρμόζοντας ένα μεγαλεπήβολο
πρόγραμμα ανάπτυξης της επαρχίας του. Ίδρυσε σχολεία και άλλα ευαγή
ιδρύματα, ανήγειρε ναούς και νέο μητροπολιτικό μέγαρο, ενώ επισκέφτηκε όλα
τα χωριά της Επαρχίας του, μεταδίδοντας παντού την εθνική πνοή.
Ο Γερμανός ως μητροπολίτης Αμάσειας έκτισε 115 σχολεία και σχολές μέσα σε
τρία μόλις χρόνια(!) Με πρωτοβουλία του αγωνιστή ιεράρχη ιδρύθηκε στον
Πόντο μια μυστική αντιστασιακή εταιρεία, στα πρότυπα της Φιλικής, με τη
επωνυμία «Μιθριδάτης». Το 1914 απέτρεψε την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης
Τούρκων προσφυγών από τα Βαλκάνια στα Ελληνικά χωριά της μητρόπολής του.
Το 1915 αρκετά Αρμενόπουλα κατά τη σφαγή της Αρμενικής Γενοκτονίας και το
1916 προφυλάξε τη μαρτυρική Αμισό από τους Τούρκους. Έζησε από κοντά όλο
το δράμα, Πρώτης της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων και Έπειτα 35.000
Ποντίων από τους δήθεν προοδευτικούς και εκσυγχρονιστές Νεότουρκους, οι
οποίοι διακηρύσσοντας: «Η Τουρκία στους Τούρκους» στρέφονταν εναντίον των
υπολοίπων πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Ο ηρωικός ιεράρχης είδε τους πιστούς της μητρόπολής του να επιστρατεύονται
στα τάγματα εργασίας (amele taburu), είδε εκτοπίσεις πληθυσμών, που
Έμειναν στην ιστορία ως η λευκή σφαγή (Le massacre blanc), εξορίες,
σφαγές, απαγχονισμούς, πυρπολήσεις, εξισλαμισμούς, παιδομαζώματα,
αρρώστιες και άλλα δεινά.
Η τακτική της εξόντωσης των Ελληνικών πληθυσμών, προκάλεσε τη αντίδραση
των Ποντίων, το ένδοξο ανταρτικό του Πόντου, το οποίο ο Κεμάλ, άριστος
γνώστης της κατάστασης το χαρακτήρισε «έργο και όργανο» του Καραβαγγέλη,
που αγωνίστηκε με νύχια και μα δόντια για την αυτοάμυνα και τη σωτηρία του
Πόντου, υποδυόμενος σε ένα διπλωματικό μαραθώνιο.
Για την πατριωτική του δράση συνελήφθη και φυλακίστηκε το 1917.
Αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στη θέση του, αλλά και πάλη το 1922 θεωρήθηκε
από τον Κεμάλ ως ο υπ αριθμόν ένα εχθρός της εξουσίας του και
καταδικάστηκε σε θάνατο, όπως και οι συνεργάτες του, ο εκ Παρακίλων Λέσβου
επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλις και ο πρωτοσύγγελός του Πλάτωνας
Αϊβαζίδης οι οποίοι γνώρισαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Γερμανός, όμως, σώθηκε
καθώς τη στιγμή της καταδίκης του ήταν εν πλω, επιστρέφοντας από το
Βουκουρέστι, όπου είχε πάει για να επιδώσει τον Πατριαρχικό Τόμο της
χειραφέτησης των νέων σερβικών επαρχιών και της αναγνωρίσεως του
μητροπολίτη Βελιγραδίου ως Πατριάρχη.
Η Ιερά σύνοδος του Πατριαρχείου, για να τον διασώσει τον εξέλεξε
μητροπολίτη Ιωαννίνων και με εντολή του Πατριάρχη δεν αποβιβάστηκε στη
Πόλη, αλλά πήγε κατευθείαν στην Αθήνα. Εκεί πρoτάθηκε για Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών, αλλά δεν εκλέχθηκε, όπως παλαιότερα δύο φορές το 1913 και το 1921
του είχαν αρνηθεί και τον Πατριαρχικό Θρόνο. Ως Ιωαννίνων λοιπόν πήγε στη
Ήπειρο, αποφασισμένος να δώσει «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν'
αναχαιτιστεί το Ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών».
Το 1924, δηλαδή Ένα μόλις χρόνο μετά τη άφιξή του στα Γιάννενα, διορίστηκε
Μητροπολίτης Ουγγαρίας, με έδρα τη Βιέννη, «τον τόπο της εξορίας» του,
όπως έλεγε, με τον τίτλο του Έξαρχου Κεντρώας Ευρώπης Προφανώς κάποιοι
θέλησαν να υποβαθμίσουν και να μειώσουν τον Γερμανό.
Στα πλαίσια της ακατανόητης αυτής απόφασης του περιέκοψαν το μισό μισθό,
ενώ τον άφησαν απλήρωτο επί μήνες. Ο ίδιος στ' απομνημονεύματα του
αναφέρει: «κι έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ`
ερείπια, εξόριστος απ` τη Καστοριά, απ` την Αμάσεια, απ` την
Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην
Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ` την Ελλάδα…
Ο κληρικός αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της
Ελλάδος και γι` αυτό θα έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελισθεί και να
εξορισθεί τέλος απ` την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της
εξόριστος στην ξένη γή»!
Με «περίλυπη έως θανάτου την ψυχή», τέλειωσε ειρηνικά την επίγεια ζωή του
στις 11 Φεβρουαρίου 1935. Πρόφτασε όμως και είδε να πραγματοποιείται το
όνειρό του, η απελευθέρωση της Μακεδονίας, για το οποίο τόσο σκληρά
εργάστηκε.
Το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να πληρώσει ακόμη και τα έξοδα της κηδείας
του. Η δε μετακομιδή των λειψάνων του από τη Βιέννη στην Καστοριά κατέστη
δυνατή μόλις το 1959.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ Από το αρχείο της Κοινότητας Στύψης
Εν Στύψη τη 17 Απριλίου 1959
Προς Τον κ. Γυμνασιάρχην Β' Γυμνασιου Αρρένων Μυτιλήνης
Κύριε Γυμνασιάρχα,
Ελήφθη η από 12ης τρέχοντος μηνός Απριλίου επιστολή υμών και ευχαρίστως
παρέχομεν υμίν τας αιτηθείσας πληροφορiες περi της zωής και δράσεως εν
γένει του εκ της ημετέρας Κοινότητας καταγομένου αειμνήστου Μητροπολiτου
Γερμανού Καραβαγγέλη. Κατήγετο εκ πτωχής οίκογενεiας του χωρiου μας.
Πατήρ ταυ ήτο ο Χρυσόστομος Καραβαγγέλης ή Μαχαiρας και μήτηρ ταυ η Μαριγώ
το γένος Κωνσταντiνου Γελαγώτου. Εiχε ένα αδελφόν και πέντε αδελφάς τας
οποίας απεκατέστησε πλήρως και επαξίως.
Στη Στύψη έχει αρκετά πρώτα εξαδέλφια. Μεταξύ των εξαδέλφων του αυτών
ευρiσκεται εν zωή, κάτοικος ήδη ταυ χωριού μας, ο Ιγνάτιος Γελαγώτης,
γνωστός υπό το όνομα "Αμασείας" λαβών τούτο εκ του γεγονότος ότι εθήτευσε
επί δέκα τρiα συναπτά έτη πλησiον του αειμνήστου Μητροπολίτου, ως
οικονόμος του σπιτιού του και αφοσιωμένος ακόλουθός του στην
Κωνσταντινούπολι, Καστοριά και Αμάσεια, γνωρίζων εν πλήρει λεπτομερεiα την
Εθνικήν και Κοινωνικήν δράσιν του, όστΙς και εiναι εΙς την διάθεσιν παντός
επιθυμούντος να τον χρησιμοποιήσει συναφώς.
Η οικiα ταυ στην οποiα εγεννήθη ο Μητροπολίτης υπάρχει στο χωριό πλην
υπέστη έκτοτε λόγω φθοράς πλείστας όσας μεταβολάς.
Οι γονείς του Γ. Καραβαγγέλη, Χρυσόστομος Καραβαγγέλης και Μαρία
Κουτσουβέλη με δύο από τις αδελφές του
1) Αδελφός Ευριπίδης Καραβαγγέλης
2) Αδελφή Αφροδίτη Χσρισιάδου
3) Αδελφή Πηνελόπη Στυλιανοπούλου
4) Αδελφή Δέσποινα Αψή
5) Αδελφή Κλεονiκη Ρόμπαπα
6) Αδελφή Ευριδίκη χήρα ιατρού
Ο πατήρ του Χρυσόστομος Καραβαγγέλης απέθανεν εις Καστοριά το έτος 1905.
Υπάρχουν πολλοί ανεψιοί του Μητροπολiτου αγνώστου εις ημάς διαμονής πλην
ενός του Δημητριου Στυλιανοπούλου, πολιτικού Μηχανικού, κατοίκου Νέας
Σμύρνης.
Εις χείρας του μνημονευθέντος εξαδέλφου του Ιγνατίου Γελαγώτου Αμασεία,
ευρέθησαν τρεις αυτόγραφοι επιστολαi του Μητροπολiτου, οικογενείακής
φύσεως, εις ων η μια απευθύνεται προς τον τότε Μητροπολίτη Μηθύμνης, τας
οποίας και σας αποστέλλομεν και παρακαλούμεν όπως τηρηθούν καλώς σε κάποιο
Αρχείον. Από τότε που έφυγε δεν ήλθε ποτέ στη Στύψη.
Εις το χωριό του τη Στύψη εγκατέλειψε δια διαθήκης του μία ιδία οικίαν
του, διόρροφον εν Καλλιθέα. Από του εν Αθήναις ομοχωρίου μας κ . Μωυσέως
Μουτάφη εζητήσαμεν και άλλας πληροφορίας περί των συγγενών του
Μητροπολίτου τας οποίας εάν υπάρχουν θα στεiλωμεν
συμπληρωματικώς.Παρακαλούμεν όπως εγκαίρως μας τηρήσητε ενημέρους δια της
ακριβούς χρονολογίας τελετής των αποκαλυπτηρίων προκειμένου η Κοινότης μας
να αντιπροσωπευθή κατ' αυτήν.
Μετά πλεiστης τίμής
Ο Πρόεδρος Της Κοινότητας Στύψης
ΔΗΜΗΤΡ. ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΗΣ
Είναι γνωστή, ιδιαίτερα στο χωριό μας την Στύψη, η διαθήκη του Γερμανού
Καραβαγγέλη:
Την αναζητήσαμε και τη βρήκαμε στο Κοινοτικό Κατάστημα. Ενα «χαρτί»
κιτρινισμένο από την πολυκαιρία και την πολυχρησία. Πρόκειται για ένα
σημαντικό ντοκουμέντο το οποίο θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε ολόκληρο
εδώ.
«Εν Αθήναις σήμερον την 27ην Μαρτίου 1933 χιλιοστού εννεακοσιοστού
τριακοστού τρίτου έτους ο υπογεγραμμένος Μητροπολίτης Αμασίας και Εξαρχος
Κ. Ευρώτας Γ. Καραβαγγέλης θέλων να διακανονίσω τα της περιουσίας μου μετά
τον θανατόν μου, γράφω την παρούσαν διαθήκην μου ιδία χειρί και ορίζω τα
εξής. Εξ ολοκλήρου της περιουσίας μου κινητής και ακινήτου, οπουδήποτε
ευρισκομένης και εξ οιασδήποτε στοιχείων και αν σύγκειται αύτη κατά τον
χρόνού του θανάτου μου, διαθέτων την μεν ιδιόκτητόν μου διώροφον οικίαν,
ευρισκομένην εν Χαροκόπου οδός Εσπερίδων 35, εις την Κοινότητα Στύψης,
προς μνημόσυνον αιώνιον των γονέων μου.
Την επικαρπίαν αυτής θα έχη εν όσω ζη η Αδελφή μου Αφροδίτη Απαμ.
Χαρισιάδου το γένος Χρυσοστόμου Καραβαγγέλη, μετά δε τον θάνατον αυτής θα
περιέλθη εξ ολοκλήρου άνευ των σκευών και επίπλων εις την κατοχήν της
Κοινότητας Στύψης, παρακαλώ δε το Κοιν. Συμβούλιον εν συνεννοήσει μετά του
Μητροπολίτου Μηθύμνης, ή μή υπάρχοντος τούτου, εν συνεννοήσει μετά του
Μητροπολίτου Μυτιλήνης, να προβούν τότε εις πώλησιν της οικίας μου σύμφωνα
με τον νόμον, συνεννοούμενοι με 2 μεσίτας της Κοινότητας Χαροκόπου προς
εύρεσιν αγοραστών, να γίνη η πώλησις επισήμως δια δημοπρασίας. Το εκ της
πωλήσεως εισπραχθησόμενον ποσόν να κατατεθή εις την Εθνικήν Τράπεζαν
εντόκως. Εκ των τόκων των χρημάτων θα προικοδοτούνται κατ' έτος
Χριστούγεννα και Πάσχα δύο πτωχά κοράσια της Στύψης εκ των μακρινών
συγγενών μου και εν ελλείψει τοιούτων, εξ άλλων κορασίων, λαμβανομένης
σχετικής αποφάσεως υπό του Μητροπολίτου Μηθύμνης ή Μυτιλήνης και του Κοιν.
Συμβουλίου.
Το ποσόν της δωρεάς θα είναι δύο χιλιάδες δραχμές δι' έκαστον κοράσιον
(2.000), δηλ. ετησίως τέσσαρας χιλιάδας δραχμαί (4.000).
Εκ των υπολοίπων τόκων της Τραπέζης ζητώ όπως ιδρυθή εν Στύψη αθλητικός
Σύλλογος, εις τον οποίον να μορφώνονται τα παλικάρια της πατρίδας μου εις
τον αθλητισμόν ως και των χωρίων της Επαρχίας Μηθύμνης. Εκ του Συλλόγου θα
αποκλείονται οι μέθυσοι, διότι το οινόπνευμα διαστρέφει την σωματικήν και
διανοητικήν αλκήν της νεολαίας, ζητώ δε όπως κατ' έτος γίνονται σχετικοί
διαγωνισμοί, προσφέρονται δε και δώρα δια τους νικητάς, τας λεπτομερείας
θα κανονίζη το Κοιν. Συμβούλιον, το προεδρείον του αθλητικού Συλλόγου και
o Μητροπολίτης Μηθύμνης ή Μυτιλήνης.
Το εν Ψυχικώ οικόπεδόυ μου υπ' αριθ. 3 του τετραγώνου 59 διαθέτω δια την
μικρανεψιάν μου Βασούλα Κ. Χατζηπετρή. Αφήνω επίσης όσα τυχόν έπιπλα και
σκεύη, ως είναι οι τάπητες, τα εκ της Βιέννης μαχαιροπήρουνά μου, και
αρχιερατικά μου κ.λπ., τα εν Βιέννη εις την Εκκλησίαν Αγίας Τριάδας
ευρισκόμενα πολύτιμα αρχιερατικά μου 2 σεντούκια πλήρη και άλλα τινά
μικρότερα αντικείμενα.Τα δε εις χείρας του ιατρού εν Βιέννη Εμμανουήλ
Δημητριάδου κατοικούντος εν τη Εκκλησία Αγίας Τριάδας, κατατεθειμένος 4
εικόνας των 4 Ευαγγελιστών Βενετικής ή Φλαμανδικής τέχνης κατά πάσαν
πιθανότητα 17ου αιώνος, αφήνω εις το Μουσείού του εν Αθήναις αειμνήστου
Μπενάκη.
Το προς εμέ χρέος του Παύλου Κοντοπούλου θα διατεθεί κατά τον εξής τρόπον:
Το εκ τριών χιλιάδων (3.000) δραχ. μηνιαίού χρέος του θα κατατίθεται εις
την Εθνικήν Τράπεζαν μέχρι εξοφλήσεως, το δε εν τη Τραπέζη συλλεχθησόμενον
χρήμα θα δοθή εις τον μικροανεψιόν μου Νικόλαον Κ. Ρύμπαπαν, εν περιπτώσει
δε αρνήσεως τούτου εις την μικρανεψιάν μου Πολυξένην Αριστοκλέους
Μιχαηλίδου, ως προγαμιαία δωρεά.
Εκ των ρευστών χρημάτων μου θα διατεθή το ποσόν της κηδείας μου και του
τάφου μου, εάν δε ευρεθή περισσότερον χρήμα, θα κατατεθή επίσης εις την
Εθν. Τράπεζαν προς όφελος του εν Στύψη αθλητικού Συλλόγου.
Η κηδεία μου θα γίνη εν τω νοώ Γεωργίου Καρίτση με 1 μόνον ιερέα άνευ
διακόνου. Δεν δέχομαι δε εις την κηδείαν μου ούτε αντιπρόσωπον του Κράτους
ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θάνατον τας Εθνικάς
μου υπηρεσίας.
Δεν χρεωστώ σε κανέναν ουδέ οβολόν. Εις το Εθνος προσέφερα ό,τι ήτο
δυνατόν ως Ιεράρχης του '21, τας αδελφάς μου αποκατέστησα ως πατήρ, εφάνην
δε χρήσιμος περισσότερού του πατρός και εις ανεψιούς, αδιάφορού εάν τιμές
εκ των γαμβρών, αδελφών και ανεψιών μου απεδείχθησαν αχάριστοι προς εμέ.
Διορίζω εκτελεστάς της διαθήκης μου τους φίλους Περικλή Κεχαγιόγλου και
Ιωάννην Χρυσαφίδην και τους παρακαλώ να δεχθώσι το βάρος αυτό.
Ακριβές αντίγραφού της άνω ιδιογράφου δημοσιευθείσας υπό του Πρωτοδικείου
Αθηνών την 28ην Φεβρουαρίου 1935 και κηρυχθείσης κυρίας δια της υπ'
αριθμόν 1381/1935 αποφάσεώς του.
Εν Αθήναις τη 5η Ιουνίου 1935
Ο Δικ. Γραφεύς
Τ.Σ. (Υπογραφή)
***
Βιβλιογραφία:
1) Αντιγόνης Μπέλλου - θρεψιαδη "Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του
Γερμανού Καραβαγγέλη"
(εκδ. Τροχαλία Μάιος 1992).
2) Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη (εκδ. Μπαρμπουνάκης 1993).
3) Εφημερίδα "Η ΣΤΥΨΗ"
4) Ομιλία ΣεΒ. Μητροπολίτη Αυστρίας κ. Μιχαήλ κατά την τέλεση του
μνημοσύνου του Γ. ΚαραΒαγγέλη 12-2-95, στον καθεδρικό ναό της Αγίας
Τριάδας Βιέννης.
5) www.stipsi.gr/karavagelis Στρατής Χατζηβλάστης
ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ:
Εγεννήθηκα στο χωριό Στύψη της Λέσβου στα 1866. Και οι γονείς μου ήταν από
τη Στύψη:
"Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, Νέος ακόμη πήγε απέναντι, στο Αδραμύττι, και
άνοιξε κατάστημα. Όταν όμως έφθασε σε ώρα γάμου, ήρθε πάλι στη Στύψη και
παντρεύτηκε, Και πάλι ξαναγύρισε στο Αδραμύττι. Μα ερχόταν στις γιορτές.
Όταν έγινα εγώ δύο χρονών, ήρθε και μας πήρε όλους στο Αδραμύττι. Εκεί
γεννήθηκαν οι έξι αδελφές μου, η μια πέθανε πολύ μικρή, και τελευταίος ο
αδελφός μου Ευριπίδης, που κι αυτός πέθανε νέος,
Στο Αδραμύττι τέλειωσα το ελληνικό σχολείο, Ένα χρόνο πριν τελειώσω, είχε
έρθει στο Αδραμύττι και παρευρέθηκε στις εξετάσεις μας τις προφορικές ο
φιλόμουσος μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, Όταν τελείωσαν οι εξετάσεις
μας, προσκάλεσε τον πατέρα μου και του είπε: "Το παιδί σου πρέπει να το
στείλεις να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης" (Η Σχολή της Χάλκης
είχε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, δηλ. εν όλω φοίτησης 7 n 8 ετών), Και τον
άλλο χρόνο, τον Σεπτέμβρη του 1882, με πήρε o πατέρας μου και με πήγε στη
Σχολή. Κατατάχτηκα αμέσως στη Β' γυμνασίου, δηλ. πήδηξα μια τάξη."....
Έτσι αρχίζουν τα απομνημονεύματα του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη,
που, στις 11 Φεβρουαρίου 1935, έσβησε στη Βιέννη, αυτός ο Παπαφλέσσας της
Λέσβου.
Με αφορμή το Θάνατό του, με τη σύντομη αυτή αναφορά στη ζωή και το έργο
του, τιμούμε τη μνήμη της μεγάλης αυτής μορφής και εξέχουσας
εκκλησιαστικής και εθνικής προσωπικότητας, Στις ημέρες μας που η Μακεδονία
μας Βρίσκεται
στο προσκήνιο και στο τραπέζι των συμφερόντων και των ποικίλων
σκοπιμοτήτων των Μεγάλων, μορφές όπως αυτή του Γερμανού Καραβαγγέλη
στέλνουν από τον τάφο τους στους όπου γης Έλληνες το δικό τους Βαρυσήμαντο
μήνυμα.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είναι περισσότερο γνωστός ως ο Μητροπολίτης
Καστοριάς, ο Μητροπολίτης του Μακεδονικού Αγώνα, ανήκει όμως σ' όλο τον
Ελληνισμό, σ' όλο το Γένος, γιατί η πολύπλευρη δράση του λεοντόψυχου αυτού
Κληρικού, που στο διάβα του από πολλά μετερίζια άφησε τη σφραγίδα της
λεβεντιάς και της μεγαλοψυχίας του, δεν συνδέεται μόνο με ζωτικές περιοχές
του Ελληνισμού, όπως η Μακεδονία και o Πόντος, σε κρίσιμες ιστορικές
εποχές, αλλά και γιατί το όνομά του ταυτίστηκε με τον ηρωισμό και τη
θυσία, με την εμμονή στο εθνικό χρέος και την προσφορά.
Τελευταίος σταθμός των αγώνων και των αγωνιών του υπήρξε η Βιέννη, στην
οποία υπηρέτησε ως Μητροπολίτης και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης έντεκα
ολόκληρα χρόνια, από το 1924 μέχρι το 1935.
Την διαθήκη του, με την οποία αφήνει στην Κοινότητα Στύψης τα γνωστά
ακίνητα στην Καλλιθέα, την υπογράφει στην Αθήνα το 1935, λίγο πριν το
θάνατο του. Σύμφωνα με το Ληξιαρχικό βιβλίο της Ελληνικής Κοινότητας στη
Βιέννη ο Καραβαγγέλης γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1866 στη Στύψη.
Αποφοίτησε αριστούχος από την Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1888, Την
ημέρα της επίδοσης των πτυχίων στους νέους τελειόφοιτους της Σχολής, ο
Καραβαγγέλης χειροτονήθηκε διάκονος, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη
Διονύσιο τον Ε', με το όνομα Γερμανός, για να τιμηθεί στο πρόσωπο του ο
ιδρυτής της Σχολής Πατριάρχης Γερμανός ο Α' (1842-1853). (Το λαϊκό του
όνομα ήταν Στυλιανός).
Ο πλούσιος ομογενής Παύλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ (θείος της Έλενας,
γυναίκας του Ελευθερίου Βενιζέλου), που είχε κάποτε, σε μια επίσκεψή του
στη Θεολογική Σχολή, εντυπωσιασθεί από το νεαρό φοιτητή Γερμανό
Καραβαγγέλη, δέχθηκε με ευχαρίστηση, να αναλάβει τις δαπάνες για τις
σπουδές του Γερμανού στην Ευρώπη, όταν ο Σχολάρχης Αρχιμανδρίτης Γερμανός
Γρηγοράς του το ζήτησε.
Αφού δόθηκε και η συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριάρχου ο Γερμανός το
ίδιο έτος 1888 ανεχώρησε για τη Λειψία, όπου παρακολούθησε επί πέντε
εξάμηνα στη Φιλοσοφική Σχολή Φιλοσοφική Σχολή, τις παραδόσεις ονομαστών
Καθηγητών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πολύ γνωστός καθηγητής της
Ψυχολογίας του βάθους Wundt και ο περίφημος Καθηγητής της Δογματικής,
Απολογητικής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στην Θεολογική Σχολή
Luthard. Για ένα εξάμηνο, ο Γερμανός μετέθη στη Βόννη όπου παρακολούθησε
μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας από Καθηγητές Καθολικούς, Προτεστάντες
και Παλαιοκαθολικούς, ανάμεσα στους οποίους διακρινόταν ο Langen.
Το 1891, ύστερα από τρία έτη σπουδών, ανακηρύχθηκε διδάκτορας Φιλοσοφίας
στη Λειψία με βάση τη μελέτη του "Η περί Θεού διδασκαλία Θεοφίλου του
Αντιοχείας". Στην Κωνσταντινούπολη κλήθηκε αμέσως να επιστρέψει γιατί o
Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε' τον διόρισε τον Αύγουστο του 1891, Καθηγητή της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας και άλλων μαθημάτων στη Θεολογική Σχολή της
Χάλκης, στη θέση του επίσης Μυτιληναίου Αρχιδιακόνου Φωτίου Αλεξανδρίδη, ο
οποίος άφησε τη Χάλκη για να αναλάβει Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής του
Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα.
Στη Σχολή ο Γερμανός δίδαξε μέχρι το 1896 Εκκλησιαστική Ιστορία,
Ομιλητική, Εγκυκλοπαιδεία της Θεολογίας και Εβραϊκή Αρχαιολογία.
Στις 6 Μαρτίου του 1894 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη
Νεόφυτο τον Η' (1891-1894) και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους επισκέφτηκε το
Άγιων Όρος. Δεν του ταίριαζε το Άγιον Όρος. Για άλλα ήταν γεννημένος. Το
σκαρί του ήταν φτιαγμένο για φουρτουνιασμένες θάλασσες και η λεβεντιά του
για ηρωικούς αγώνες, όπως αυτό γίνεται φανερό από τη πολυετή, πολυκύμαντη
και πολυσχιδή δράση Στις 20 Φεβρουαρίου του 1896 έληξε η καθηγητική Θητεία
του
Γερμανού, αφού εκλέχτηκε επίσκοπος Χαριουπόλεως αρχιερατικώς Προϊστάμενος
Σταυροδρομίου (Κοινότητος στο Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως) και δεν είχε
κλείσει τότε τα τριάντα του χρόνια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21
Οκτωβρίου του 1900, εκλέχτηκε Μητροπολίτης Καστοριάς. Ήταν τότε 34 ετών
"και ήταν η εποχή που οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να χτυπούν. Το Κομιτάτο
τους είχε εκδηλωθεί αμέσως μετά το '97. Αλλά το 1900 εκδηλώθηκε πια
φανερά, και ιδίως στην επαρχία Καστοριάς, που εθεωρείτο το τελευταίο όριο
της Βουλγαρικής προπαγάνδας, ως τον Αλιάκμονα", σημειώνει ο ίδιος ο
Καραβαγγέλης.
Ο ακμαίος σωματικώς και ψυχικώς Γερμανός, δοκιμασμένος στους πνευματικούς
αγώνες, καλούνταν τώρα να δείξει την ψυχική του αντοχή και την ανδρεία
του.
Η παρουσία του στη Καστοριά ξεπέρασε και τις πλέον αισιόδοξες προσδοκίες
όσων επένδυσαν στις ικανότητές του. Μόνος του, χωρίς την συμπαράσταση της
Κυβερνήσεως των Αθηνών, ανέπτυξε πρωτοβουλίες, περιήλθε την Επαρχία του,
υπέστη ταλαιπωρίες, ριψοκινδύνευσε, εμψύχωσε τους κληρικούς και το λαό
του, ενίσχυσε οικονομικά, φρόντισε για τα ορφανά και τους δυστυχισμένους,
απέσπασε οπλαρχηγούς και κατοίκους της Επαρχίας του από τους Βουλγάρους,
ενδιαφέρθηκε για τη μόρφωση, οργάνωσε αντίσταση, δημοσιογράφησε για να
αποδείξει τις Βουλγαρικές αθλιότητες, ενημέρωσε με εκθέσεις το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, αλληλογραφούσε με τον Παύλο Μελά και άλλα πρόσωπα
χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κώστας ή Κώστας Γεωργίου (= Καραβαγγέλης
Γερμανός) και ανέπτυξε μια πρωτοφανή δραστηριότητα.
Σωστά πίστευε ότι για την εποχή του, ο υπ' αριθμόν ένα κίνδυνος του
Ελληνισμού, ήταν η επεκτατική πολιτική των Βουλγάρων. Τους Τούρκους - την
πτώση των οποίων όλοι διέβλεπαν - τους λογάριαζε για δευτερεύοντα κίνδυνο.
Στην Καστοριά οι Βούλγαροι σκοτώνουν και σφάζουν, αλλά n ελληνική
κυβέρνηση δεν τολμά να τους αντιμετωπίσει δυναμικά. Ο Καραβαγγέλης
λειτουργεί στις εκκλησίες με το μανλιχέρ (πιστόλι) κάτω από τα ράσα του,
και καταφέρνει να σχηματίσει ανταρτικό σώματα που αρχίζουν να συγκινούν
την κοινή γνώμη της Αθήνας.
Η Αντιγόνη Μπέλλου - Θρεψιάδη σημειώνει για το Γερμανό Καραβαγγέλη στα
Απομνημονεύματα που συγκέντρωσε από Μακεδονομάχους: "Ένα απ' τα μεγαλύτερα
όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα, η πειθώ που
είχε ... κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας μια ή δύο συναντήσεις με Βουλγάρους
κομιτατζήδες, να τους μεταστρέφει και να τους μεταβάλλει σε πιστά και
αφοσιωμένα όργανα του ελληνικού κομιτάτου.
Η ίδια Μπέλλου - Θρεψιάδη δίνει σ' ένα σημείο της αφήγησης της μία
εντυπωσιακή περιγραφή για τον άτρομο Γερμανό: Περνούσε καλπάζοντας με το
άλογό του μεσ' από τα Βουλγαρικά χωριά, τη στιγμή που κανένας απ' αυτούς
δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα κι ίσως του είχαν στημένη ενέδρα και τον
περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Πως μια φορά που τον αναγνώρισαν, τον
κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας οχυρώθηκε πίσω
από ένα Βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, τον πιστό Τουρκαλβανό
καβάση του, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί φαίνεται πως
εκτός απ' όλα τ' άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής. Πάνω σ' άλογο ... είχε
όλη τη μεγαλοπρέπεια και την άγρια ομορφιά των Ακριτών του Βυζαντίου.
Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα του
Ελληνισμού, προσπαθούσε ν' αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα της Βουλγαρικής
απληστίας, έχοντας για μόνο όπλο του την αλύγιστη ψυχή και φλογερή
φιλοπατρία του. Οι Βουλγαρικοί κύκλοι στη Σόφια και το Βουλγαρικό Κομιτάτο
είχαν προγράψει το Γερμανό και στις 12 Σεπτεμβρίου του 1906 δολοφόνησαν
τον ειρηνικό και αγαθό Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, νομίζοντας ότι
σκοτώνουν το Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, το Μητροπολίτη που
στη συνείδηση των Πανελλήνων ταυτίστηκε με το Μακεδονικό Αγώνα. Είναι
συγκλονιστικό τα λόγια του Γερμανού Καραβαγγέλη, όταν περιγράφει σε
επιστολή του (26 Νοεμβρίου 1904) προς τον Ίωνα Δραγούμη, πως αντίκρισε στο
Διοικητήριο Καστοριάς το σώμα του νεκρού ήρωα Παύλου Μελά και πως τέλεσε
την επόμενη ημέρα (Κυριακή 24 Νοεμβρίου 1904) τον ενταφιασμό του.
Τελικώς οι Βούλγαροι με τη συμπαράσταση της διεθνούς διπλωματίας, με την
επέμβαση δηλαδή των Πρεσβειών της Αγγλίας και Ρωσίας στην
Κωνσταντινούπολη, πέτυχαν να πιεσθεί η Τουρκική Κυβέρνηση για να ζητήσει
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την ανάκληση του Γερμανού στην
Κωνσταντινούπολη. Έτσι, ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' (1878-1886, 1901-1912)
και παρά τη Θέλησή του, αφού ματαίως προσπάθησε να πείσει το Μέγα Βεζίρη
Φερήτ Πασά να μη τον ανακαλέσει, διόρισε το Γερμανό μέλος της Ιεράς
Συνόδου, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καστοριά και να αναλάβει
καθήκοντα Συνοδικού από την αρχή του έτους 1908. Από την Καστοριά φεύγει
τέλη 1907 όταν ο αγώνας του έχει καρπίσει και η πόλη τον αποχαιρετά με
ζητωκραυγές και δάκρυα.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1908 ο Γερμανός από Μητροπολίτης Καστοριάς έγινε
Μητροπολίτης Αμάσειας. Ο Ακρίτας της Μακεδονίας έμελλε να μεταμορφωθεί σε
Ακρίτα του Πόντου. Οι αρχηγικές του ικανότητες, οι διπλωματικές του αρετές
και οι οργανωτικές και διοικητικές του εμπνεύσεις βοήθησαν σημαντικά τους
Ποντίους σε πολύ δύσκολους γι' αυτούς και για τον Ελληνισμό χρόνους. Πάνω
από δεκατέσσερα χρόνια διατέλεσε Μητροπολίτης Αμάσειας
(5.2.1908-27.10.1922) και στα χρόνια αυτά έζησε μαζί με το λαό του τις
δραματικές εμπειρίες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Πολλές φορές επισκέφτηκε και τα πλέον απόμακρα χωριά της Επαρχίας του
ανήγειρε Ναούς και Σχολεία διοργάνωσε την ελληνική παιδεία σύνταξε νέους
αυστηρούς Κανονισμούς για τη διοίκηση των κοινοτήτων, των Σωματείων και
των Συλλόγων ανήγειρε Καταστήματα κοινής ωφελείας και κατάστρωσε πρόγραμμα
ανάπτυξης της Επαρχίας του.
Το 1914 έσωσε την Επαρχία του και τον Πόντο από την πρώτη Απόπειρα
εγκατάστασης Τούρκων προσφύγων στα ελληνικά χωριά, επισκεφθείς για το
σκοπό αυτό, ο ακραιφνής αυτός Βενιζελικός, στο Kronberg τη Βασίλισσα της
Ελλάδος Σοφία, n οποία ζήτησε τότε την άμεση επέμβαση του αδελφού της,
Αυτοκράτορος της Γερμανίας Γουλιέλμου.
Τον Ιούλιο του 1914 έζησε το δράμα της επιστράτευσης όλων των νέων
Ποντίων, από 20 έως 45 ετών, που τους έστειλαν οι Τούρκοι στο εσωτερικό
της Ανατολής, στα εργατικά τάγματα, να φτιάχνουν δήθεν δρόμους, στην
πραγματικότητα όμως να τους εξοντώσουν με την πείνα και τις κακουχίες. Το
1915 Βοήθησε να σωθούν αρκετά Αρμενόπουλα και το 1916 συνέβαλε τα μέγιστα
στην σωτηρία της Αμισού και των κατοίκων της κι έζησε από κοντά το δράμα
των Ελλήνων του Πόντου. Και όταν οι συνθήκες το επέβαλαν οργάνωσε, με την
πείρα που διέθετε από τη Μακεδονία, τις μικρές άτακτες στην αρχή ομάδες σε
τακτικό και αξιόμαχα ανταρτικά σώματα, που προστάτευσαν για καιρό τον
Πόντο. Το 1917 ο Γερμανός απελάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μέσω της
Άγκυρας, με διαταγή του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταλαάτ και έμεινε στις
κεντρικές φυλακές της για μερικές ημέρες.
Με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή των εκτοπισμένων Ποντίων στα
σπίτια τους, ο Γερμανός Καραβαγγέλης με το Μητροπολίτη Τραπεζούντος
Χρύσανθο Φιλιπήδη συνέταξαν Υπόμνημα προς τους Συμμάχους με το οποίο
ζητούσαν την ανεξαρτησία του Πόντου. Το 1921 πήγε στην Αθήνα και σε
συνάντηση που είχε με τους Γούναρη, Θεοτόκη και Δούσμανη και άλλους
Αξιωματικούς ανέπτυξε τα σχέδια του για τον Πόντο, τα οποία δεν δέχτηκαν
με πρώτο και κύριο το Δούσμανη.
Το 1921, βάζει υποψηφιότητα για Πατριάρχης. Η κυβέρνηση δίνει εντολή να
μην τον ψηφίσουν οι αντιβενιζελικοί Μητροπολίτες, δεδομένου ότι είναι
δεδηλωμένος Βενιζελικός. Ταυτόχρονα οι αξιωματικοί της Εθνικής Άμυνας τον
παρακαλούν να αποσύρει την υποψηφιότητα υπέρ του Μητροπολίτη Μελετίου, που
θα έφερνε από την Αμερική πολλά δολάρια για το Πατριαρχείο. Υποχωρεί για
δεύτερη φορά, παρότι έχει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Εν το μεταξύ τα
τουρκικά στρατεύματα μπαίνουν στην Πόλη και ο Κεμάλ τον καταδικάζει σε
θάνατο. Η Σύνοδος τον ψηφίζει Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Φτάνει στην Αθήνα,
όπου φίλοι του υποβάλουν την υποψηφιότητά του ως Αρχιεπισκόπου, χάνει την
εκλογή κατόπιν εντολής του τότε Πρωθυπουργού Γονατά, που υποστηρίζει τον
Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο.
Απογοητευμένος φεύγει για την Ήπειρο, όπου προκειμένου να ανακόψει το
μεταναστευτικό ρεύμα, ιδρύει σχολές ταπητουργίας, σηροτροφίας, καθώς και
μία ιερατική. Ξαφνικά ένα χρόνο μετά (το 1924) διορίζεται Μητροπολίτης
Ουγγαρίας σε ένα τόπο όπου υπάρχουν 7 όλες κι όλες Ελληνικές οικογένειες!
Καταλαβαίνει ότι όλα γίνονται για να αδειάσει η θέση του στα Γιάννενα και
να ενθρονιστεί εκλεκτός της τότε κυβέρνησης και διαμαρτύρεται. Το
Πατριαρχείο τον διορίζει Έξαρχο Κεντρώας Ευρώπης. Αναγκάζεται να δεχτεί,
προκειμένου να εξασφαλίσει τον μισθό του, που όμως του τον περικόπτουν
συνεχώς. Τελικά καταλήγει σε κάποιο προάστιο της Βιέννης όπου ζει με 60
λίρες μηνιαίως.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου 1935 στο Hotel Bristol
της προαστίου λουτροπόλεως της Βιέννης Baden, λίγο έως πολύ λησμονημένος
και εγκαταλελειμμένος, όπως, δυστυχώς, συχνά συμβαίνει στους γίγαντες της
Ιστορίας του Έθνους μας. Όσο περιπετειώδης υπήρξε η ζωή του, τόσο αθόρυβη
ήταν n τελευτή του. Τα αίτια του θανάτου του εξηνταεννιάχρονου Ιεράρχου
αναφέρονται στο βιβλίο θανάτων της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος
Βιέννη; Αρτηριοσκλήρωση, αποπληξία.
Σύμφωνα με το ίδιο βιβλίο, η ταφή του έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 1935 στο
ελληνικό τμήμα του Κεντρικού Κοιμητηρίου της Βιέννης από τον Αρχιμανδρίτη
Δρα. Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, Ιερατικώς Προϊστάμενο, τότε, της Ελληνικής
Κοινότητος της Αγίας Τριάδος Βιέννης.
Ύστερα από 24 χρόνια, με πρωτοβουλία και παράκληση μιας ανεψιάς από αδελφή
του Γερμανού προς την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τα οστά του
μεταφέρθηκαν στις 12 Ιουνίου 1959 στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στις 14
Ιουνίου 1959 στην Καστοριά και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη στη βάση του
ανδριάντα του.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης πρ. Αυστρίας κ. Χρυσόστομος, σε ιδιόχειρη καταχώρηση
στο βιβλίο θανάτων αναφέρει: "εκταφή των οστών εγένετο την 14 Μαΐου 1959,
ώραν 9 π,μ. Τα οστά ετέθησαν εντός κιβωτίου εκ δρυός και παρεδόθησαν την
11 Ιουνίου 1959 εις ειδικήν Επιτροπήν εκ μέρους του Επισκόπου Θερμών
Χρυσοστόμου, Δι' αεροσκάφους μετεφέρθησαν την 12 Ιουνίου τις Θεσσαλονίκην
και εκείθεν εις Καστοριάν και ετοποθετήθησαν κάτωθεν του Ανδριάντος του
Ιεράρχου, εις κρύπτην, την 14 Ιουνίου, ημέραν Κυριακήν, Την μεταφοράν
συνώδευσεν, εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, ο Επίσκοπος
Θερμών Χρυσόστομος Τσίτερ".
Θα κλείσουμε τη σύντομη παρουσίαση της προσωπικότητας του Μητροπολίτου
Γερμανού Καραβαγγέλη με τα δικά του λόγια, δανεισμένα από τη διαθήκη του,
"Δεν χρεωστώ εις ουδένα ούτε οβολόν. Εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο
δυνατόν, ως Ιεράρχης του '21,"
Αντιπρόσωποι της Κοινότητας στην αποκάλυψη της προτομής και του ανδριάντα
του Καραβαγγέλη:
Η Λεσβιακή ημερήσια εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ" στο φύλλο του αρ. 2060 της
15-4-1959 έγραφε:
"Η Καστοριά και η Θεσ/νίκη θα τιμήσουν σε λίγο τη μνήμη ενός μεγάλου
Ιεράρχη, ενός ήρωα και πρωταγωνιστή του Μακεδονικού αγώνος, μια από τις
θαρραλέες μορφές του νεώτερου ελληνισμού, τις άκαμπτες εκείνες
κορμοστασιές, που επιβάλλονται με την επίγνωση και την απόφαση. Μαζί με
την Καστοριά και τη Θεσ/νίκη αισθάνεται υπερηφάνεια και η Λέσβος, γιατί
παιδί της ήταν ο Δεσπότης Καστοριάς, o Γερμανός Καραβαγγέλης, από τη Στύψη
με το αψηλό φρόνημα, που δίνει το απόκρημνο αυτό χωριό στη μέση περίπου
του όγκου του Λεπέτυμνου.
Οι Λέσβιοι της Θεσ/νίκης δεν πρέπει να μείνουν απαθείς στην αποκάλυψη της
προτομής του Γερμανού Καραβαγγέλη, που θα στηθεί εκεί, και η Στύψη αν
ξέρει να τιμά τα παιδιά της, πρέπει να αντιπροσωπευθεί στην Καστοριά, όπου
θα στηθεί o ανδριάντας, με ένα άξιο παλικάρι της".
Αναζητήσαμε στα αρχεία της Κοινότητος και βρήκαμε την σχετική απόφαση του
Κοινοτικού Συμβουλίου.
Αριθμ, Αποφ, 36/ 1959 Δευτέρα 4 Μαΐου 1959
Θέμα: "Περί αντιπροσωπεύσεως της Κοινότητας εις αποκαλυπτήρια ανδριάντος
Μητροπολίτου Γερμανού Καραβαγγέλη", "Ο πρόεδρος εισηγούμενος το μόνον θέμα
της ημερήσιας διατάξεως, εκθέτει την ανάγκην αντιπροσωπεύσεως της
Κοινότητος εις τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του συμπατριώτου μας
Μητροπολίτου Γερμανού Καραβαγγέλη και προτείνει όπως το Κοινοτικόν
Συμβούλιον εξουσιοδοτήσει τα πρόσωπα προς τον σκοπόν τούτον,
Το Κοινοτικόν Συμβούλιον ακούσαν τον κ, Πρόεδρον, έχον υπ' όψιν του την
Εθνικήν δράσιν του ανδρός και τας μεγίστας υπηρεσίας ας προσέφερεν εις το
Έθνος και την ιδιαιτέραν του πατρίδα,
Εξουσιοδοτεί τους 1 ) Ιωάννην Νικολ, Μουτάφην, Ταξίαρχον παρά τω ΓΕΣ
κάτοικον Αθηνών και 2) Ιγνάτιον Ευστρ, Γελαγώτην, κάτοικον Στύψης ίνα
μεταβώσιν εις Καστοριάν και αντιπροσωπεύσωσι την Κοινότητά μας εις τα
αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του αειμνήστου Μητροπολίτου Γερμανού
Καραβαγγέλη και καταθέσωσι εκ μέρους ταύτης στέφανον εκ δάφνης",
Το πρακτικό υπογράφεται από τους:
Δημ, Χρυσομάλλη, πρόεδρο και τα μέλη του Κ.Σ." Νικ, Δρακούλα, Ιωάννη
Χατζηδουκάκη, Γεώργιο Βαζυργιάννη, Αχιλλέα Μαυρέλη, Δημ, Χονδρό και
Γεώργιο Βαλάση
Η προτομή του Γερμανού ΚαραΒαγγέλη στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Στύψης
Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του έγιναν στις 10 Νοέμβρη 1969. Στην τελετή
παραβρέθηκαν ο Νομάρχης Λέσβου κ. Δορκοφίκης, οι Δοικηταί Στρατού και
Χωροφυλακής, η αδελφή του Ιεράρχη και πολύς κόσμος.
Την επιμνημόσυνη δέηση έκανε ο Μητροπολίτης Μηθύμνης κ. ιάκωβος και
κατόπιν ακολούθησε η αποκάλυψη της προτομής από το Νομάρχη. Για τον
Καραβαγγέλη μίλησαν ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. ιάκωβος Β' ως εκπρόσωπος
της Ιεράς Συνόδου και ο Διευθυντής της Στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στο τέλος
κατατέθηκαν στεφάνια και ακούσθηκαν άσματα από μαθητές του Δ.Σ. Στύψης υπό
τη διεύθυνση του δασκάλου τους κ. Π. Καντάση.
Στη βάση της προτομής κάτω από το δάφνινο στεφάνι γράφει:
ΤΩ ΓΕΡΜΑΝΟ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΛΕΣΒΟΥ ΑΝΗΓΕΙΡΑΝ 1968
Ο Αείμνηστος Επιθεωρητής των Δημοτ. Σχολείων Β` περιφερείας Λέσβου,
Στυλιανός Αποστόλου. Πρότεινε και παρακίνησε τον Πρόεδρο του Διδασκαλικού
Συλλόγου και ανήγειραν το άγαλμα.
Ο γλύπτης του έργου είναι ο Θ. Χατζηδιάκος.
"Δεν χρεωστώ εις ουδένα ούτε οβολόν. Εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο
δυνατόν, ως Ιεράρχης του '21,"
Η Ελλάδα γνώρισε πολλές εθνικές προσωπικότητες που θεωρούνται από τον
εχθρό ως παράνομοι και τρομοκράτες χωρίς να γνωρίζουν ότι για την χώρα
τους είναι φυσικό επίτευγμα να θεωρούνται ήρωες, ένας από αυτούς ήταν και
ο Καραβαγγέλης.
Η Ελλάδα έχει χρέος να τιμά τους ήρωες της.
Στρατής Χατζηβλάστης
Η Συμβολή των Ελλήνων Ιεραρχών της Μακεδονίας στην Ευόδωση του
"Μακεδονικού Αγώνα"
Της επισήμου ενάρξεως του 4ετούς Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908) είχε
προηγηθεί μακρά περίοδος αγωνίας και αγώνων του μακεδονικού Ελληνισμού,
που ήταν στόχος των βουλγάρων "Εξαρχικών" και των πάντοτε
καιροφυλακτούντων ευρωπαίων μισελλήνων. Παράλληλα, δύο άλλο παράγοντες, ο
ρωσικός και ο τουρκικός, έκαστος για ιδικούς του λόγους, προέβαιναν
συνεχώς σε ανθελληνικές ενέργειες, επιδιώκοντας ο μεν την προώθηση του
πανσλαβιστικού σχεδίου εξόδου στο Αιγαίο, ο δε την διαίρεση των ορθοδόξων
πληθυσμών και την αποδυνάμωση του πνευματικού των κέντρου, δηλ. του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει
να θεαθεί και το πρωτοφανές γεγονός της ανακηρύξεως της βουλγαρικής
Εξαρχίας με σουλτανικό φιρμάνι του Αβδούλ Αζίζ της 10ης Μαρτίου 1870, το
άρθρο 10 του οποίου προέβλεπε τη δυνατότητα επεκτάσεως του εξαρχάτου, πέρα
από τις περιοχές που αναγνωρίσθηκαν ως εξαρχικές και σε άλλα μέρη, αν το
σύνολο ή τα 2/3 τουλάχιστον των κατοίκων των επιθυμούσαν να υπαχθούν στην
Εξαρχία. Το άρθρο αυτό, που έχει χαρακτηρισθεί ως "μακιαβελικής συλλήψεως"
προετοίμαζε τη διαίρεση μεταξύ των χριστιανικών πληθυσμών και προωθούσε
τον οξύ φυλετικό ανταγωνισμό. Ας σημειωθεί ότι το φιρμάνι είχε συντάξει ο
ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη Στρατηγός Ιγνάτιεφ, γνωστός μισέλλην και
θιασώτης του πανσλαβισμού.
Η ίδρυση, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, της βουλγαρικής Εξαρχίας
σήμαινε νίκη των ρώσων εναντίον των γάλλων, που είχαν προσπαθήσει, και
μέχρις ενός σημείου πετύχει, να προσδέσουν στον βουλγαρικό ίππο -που
αφηνιάσας από τα κεντρίσματα του φυλετικού εθνικισμού ζητούσε
εκκλησιαστική χειραφέτηση- στο άρμα του Βατικανού δια της Ουνίας και των
Λαζαριστών Μοναχών, που προωθούσαν την καθολική επιρροή στα Βαλκάνια. Γι'
αυτό οι άγγλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι από την επιτυχία των ρώσων. Άλλο
τόσο ικανοποιημένοι ήσαν και οι τούρκοι, που είχαν πετύχει τη διάσπαση της
ενότητας των ορθοδόξων της Βαλκανικής.
Η σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην
ιστορία της Μακεδονίας, περίοδο που στιγματίζεται από την αρχικά ήπια και
ειρηνική προσπάθεια των βουλγάρων κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση
υπέρ των σλαβοφίλων των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και που, μετά
την αποτυχία της, μετεβλήθη σε βίαιη, σφοδρή και με απηνείς διώξεις και
δολοφονίες Ελλήνων εκστρατεία αφελληνισμού της Μακεδονίας. Αξίζει να
σημειωθεί ότι η βουλγαρική εθνική συνείδηση είχε σχεδόν εξαλειφθεί επί
τουρκοκρατίας, διότι δέσποζε τότε η ενότητα όλων των βαλκανικών λαών υπό
την κοινή σκέπη της Μητέρας Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, που είχαν
αποκτήσει την εθνοθρησκευτική ταυτότητα του Ρωμηού, ως πνευματικά τέκνα
της Νέας Ρώμης. Τώρα όμως και ιδίως μετά τον πρώτο αφυπνιστή του
βουλγαρικού εθνοφυλετισμού αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ
(1722-1789), που συνέγραψε το βιβλίο "Ιστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού
των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων" -το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε
το 1844, με σκοπό να προσδώσει στους βουλγάρους εθνική συνείδηση- οι ρώσοι
εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αφού αποκόπτουν τους βουλγάρους
από τον μαστό της Μητέρας Εκκλησίας, τροφοδοτούν με φανατισμό τη σλαβική
δήθεν των βουλγάρων, ενώ κατά τους περισσότερους ιστορικούς οι βούλγαροι
είναι λαός τουρκομογγολικής καταγωγής, συγγενείς των Ούννων (Δημ.
Μιχαλόπουλου, Οι βούλγαροι είναι ... τούρκοι, στο "Βήμα" 23.8.92). Οι
πολιτικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά συμφέροντα επισκιάζουν συχνά τις
ιστορικές πραγματικότητες. Δημιουργώντας την Εξαρχία οι ρώσοι απέβλεπαν
αφ' ενός μεν στην εφαρμογή του δόγματος "Κυρίαρχο κράτος - κυρίαρχη
Εκκλησία" και άρα υποτελής στην πολιτική εξουσία, αφ' ετέρου δε στην
κινητοποίηση μιας δυνάμεως πιέσεως εναντίον των Ελλήνων, με όργανο τον
σλαβικό εθνικισμό, επενδεδυμένο με εκκλησιαστικό μανδύα για την
παραπλάνηση ιδίως των αγροτικών πληθυσμών. Έτσι το σχέδιο υφαρπαγής της
Μακεδονίας και συρρίκνωσης του Ελληνισμού -που δεν έπαυσε να ισχύει, με
τις ευλογίες πάντοτε των "ασπόνδων" φίλων μας, όπως και τότε, άριστα
καταστρωμένο και αοράτως δορυφορούμενο από επιδέξιους χειριστές- έμελλε να
θέσει σε κίνδυνο την προαιώνια ελληνικότητα της γης αυτής, που την
εποφθαλμιούν και σήμερα οι ίδιοι πανσλαβιστές. Το σχέδιο αυτό, καταλλήλως
υποστηριζόμενο, κατά περίπτωση, άλλοτε από τους ρώσους, άλλοτε από τους
άγγλους και άλλοτε από άλλους, κατά την επιταγή των πολιτικών των
συμφερόντων, άρχισε να εφαρμόζεται με σαφείς προθέσεις αφελληνισμού
ολοκλήρων περιοχών, όπως π.χ. της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), της οποίας η
από τους βουλγάρους δια των όπλων προσάρτηση έγινε με τις ευλογίες των
άγγλων, προθέσεις που δεν άργησαν να υλοποιηθούν με τη χρήση βίας εναντίον
των σκληρά αμυνομένων της εθνικής των συνείδησης ελληνικών πληθυσμών. Από
το 1889 και ιδίως από το 1893, έτος ιδρύσεως στη Θεσσαλονίκη του
βουλγαρικού Κομιτάτου, εφαρμόζεται συστηματικά μία πολιτική διωγμού του
ελληνικού στοιχείου, που κορυφώνεται το 1906 με καταστροφή μεγάλων και
ανθηρών ελληνικών πόλεων και με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινοτήτων της
Αγχιάλου, του Πύργου, της Μεσημβρίας, της Φιλιππουπόλεως, της Βάρνης, της
Σκλύμνου κλπ. (Κ. Γάλλου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Δυτική Μακεδονία και ο
σοβαρός ρόλος της Εκκλησίας στην ευόδωση του, στο περιοδικό "Παράδοση", Α΄,
2)
Οι ωμότητες των βουλγάρων Κομιτατζήδων σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας
περιγράφονται στην "Κυανή Βίβλο" που εξέδωσε η βρεττανική κυβέρνηση το
1903. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: "Η δολοφονία είναι το κυριώτερον
όπλον των βουλγαρικών κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι
κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα
τελευταία πέντε ή εξ έτη... αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι,
δολοφονίαι ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών,
διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί... καταστροφή χριστιανών
Ορθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος" (Στοιχεία σχετικά εις
Σαρ. Καργάκου, Κεφάλαια Μακεδονικής Ιστορίας, στο περιοδικό "Πολιτικά
Θέματα", Ιαν. 1992).
Στο μεταξύ στην Αθήνα ιδρύονταν μυστικές εταιρείες, κατά το πρότυπο της
Φιλικής, με σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους τούρκους, που
είχαν άδοξο τέλος, γιατί περιορίζονταν σε λόγια και μόνο λόγια. Το 1903
ιδρύεται στην Αθήνα από τους Στέφανο Δραγούμη, Δημ. Καλαποθάκη κ.ά. το
"Ελληνικό Κομιτάτο", που επιτυγχάνει να κινητοποιήσει την ελληνική
κυβέρνηση. Το επίσημο κράτος προηγουμένως, αφού μετά τη σύσταση του
Βασιλείου είχε αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, είχε
κατορθώσει να συστήσει ελληνικά προξενεία στα κυριότερα μέρη του υπόδουλου
Ελληνισμού, που απετέλεσαν κέντρα εθνικής εγρήγορσης, με τους
εμπνευσμένους, σε πλείστες περιπτώσεις, ελληνόψυχους προξένους των, όπως ο
Θεόδωρος Βαλλιάνος στη Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος Λογοθέτης στο Μοναστήρι, ο
Ίων Δραγούμης, ο Σταμ. Πεζάς κ.ά. Αυτοί, ζώντες εκ του πλησίον την
κατάσταση και διαβλέποντες τα δεινά που επρόκειτο να ακολουθήσουν, σε
περίπτωση επιτυχίας των ρωσικών σχεδίων, άρχισαν να πιέζουν την ελληνική
κυβέρνηση για ενεργότερη ανάμειξη του εθνικού κέντρου στα πράγματα της
Μακεδονίας. Ζητούσαν, μεταξύ άλλων, οικονομικό πόλεμο εναντίον των
βουλγαριζόντων, λήψη μέτρων εναντίον των βουλγάρων, αποθάρρυνση των
εκκλησιαστικών προσώπων που διέκειντο φιλικά προς τους βουλγάρους,
καλλιέργεια ακαταλλάκτου μίσους εναντίον παντός του βουλγαρικού. Όμως το
κέντρο, απορροφημένος με τις δικές του πληγές, δεν συνειδητοποίησε
εγκαίρως τον κίνδυνο.
Τον κίνδυνο ωστόσο είχε συνειδητοποιήσει το Πατριαρχείο, που αρχικά
συνεσκιασμένως, αλλά μετά τη σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας φανερά και
απροκάλυπτα, έλαβε θέση αμύνης απέναντι στις πανσλαβικές βλέψεις και
μεθοδείες. Έτσι, με απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου του 1872 καταδίκασε τον
εθνοφυλετισμό ως αίρεση και τους Εξαρχικούς κήρυξε σχισματικούς. Εφεξής η
λέξη "σχισματικός" εννοούσε τον βούλγαρο, η δε λέξη "πατριαρχικός"
εννοούσε τον Έλληνα. Κατά την απόφαση του 1872 ο εθνοφυλετισμός ήταν "τι
ξένον και όλως αδιανόητον" για την Ορθοδοξία και ως κριτήριο αυτοκεφαλίας
διότι εισήγαγε "το κακόν της εκκλησιαστικής κατατομής, συγχύσεως και
διαλύσεως μέχρι και αυτών των κατ' οίκον Εκκλησιών" και ως αντίθετο
στοιχείο της ουσίας της Εκκλησίας, ούσης κοινωνίας πνευματικής
προορισμένης να συμπεριλάβει όλα τα έθνη (ΑΘ. Αγγελοπούλου, Μακεδονικό
ζήτημα, Η εκκλησιαστική ιστορικοκανονιή άποψη από το 1944 κι εδώ, στην
"Εκκλησιαστική Αλήθεια", 16.12.88). Παράλληλα το Πατριαρχείο, επί
Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε΄ του Βαλλιάδου, προήγαγε σε Μητροπόλεις όλες τις
Επισκοπές της Μακεδονίας και απέστειλε στις μακεδονικές αυτές Μητροπόλεις
νέους, φλογερούς πατριώτες και αποφασισμένους ποιμένες ως Μητροπολίτες,
που ετέθησαν αμέσως επικεφαλής του πολύμορφου αγώνα για τη διάσωση της
Μακεδονίας. Ανάμεσα σ' αυτούς σελαγίζουν τα ονόματα του Καστορίας Γερμανού
Καραβαγγέλη, του Πελαγονίας Ιωακείμ Φοροπούλου, του Δράμας Χρυσοστόμου
Καλαφάτη, του Κορυτσάς Φωτίου Καλπίδου, του Νευροκοπίου Θεοδωρήτου
Βατματζίδου, του Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδου, του Θεσσαλονίκης
Αλεξάνδρου Ρηγοπούλου, του Σερρών Γρηγορίου, του Μελενίκου Ειρηναίου
Παντολέοντος, του Βοδενών Στεφάνου Δανιηλίδου κλπ. Σ' αυτούς κυρίως και σε
πολλούς άλλους η Μεγάλη Εκκλησία ανέθεσε την αποστολή διασώσεως της
Μακεδονίας από την πανσλαβιστική απειλή και αυτοί κυρίως εβάστασαν τον
καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νυκτός, της ασελήνου και οργιώδους.
Χωρίς αυτούς ο Ελληνισμός θα είχε χαθεί από τη Μακεδονία πολύ πριν το
1903, δηλ. πριν εκδηλωθεί η αντίδραση του ελληνικού βασιλείου και
προετοιμασθούν τα πρώτα ένοπλα τμήματά του.
Με δεδομένα τον ανοικτό ανταγωνισμό Πατριαρχείου και Εξαρχίας και την
ανάγκη αναχαιτίσεως του πανσλαβισμού, "προβαίνοντος γιγαντιαίοις βήμασι
προς βλάβην του Ελληνισμού" κατά την φράση του Θ. Βαλλιάνου, οι Ιεράρχες
αυτοί, αποτελούντες τους ευέλπιδες Εκκλησίας και Γένους, ανέλαβαν με
ενθουσιασμό και φρόνημα ηρωικό τον αγώνα των και επετέλεσαν θαύματα.
Άγοντες οι περισσότεροι ηλικία κάτω των 40 ετών όταν απεστάλησαν, μερικοί
δε και κάτω των 35, διαθέτοντες ευφυία οξυδερκή, παράστημα αρρενωπό και
επιβλητικό, μόρφωση σπάνια, γλωσσομάθεια, φρόνημα ακμαίο και ακατάβλητο,
αγάπη προς το Γένος μέχρι λατρείας, ηρωισμό και γενναιότητα και δεινότητα
ρητορική και διπλωματική, εκλαμβάνονταν παρά των Ελλήνων Ορθοδόξων ως
Αρχάγγελοι, σταλθέντες στην κατάλληλη στιγμή, ενώ παρά των εξαρχικών
εκλαμβάνονταν ως πολέμαρχοι ανίκητοι και απτόητοι. Χαρακτηριστικό είναι το
περιστατικό, κατά το οποίο οι ακόλουθοι του Μητροπολίτου Καστορίας
Γερμανού Καραβαγγέλη συνέλαβαν περιφερόμενο έξω από τη Μητρόπολη, έναν
ύποπτο, που ανακρινόμενος ομολόγησε ότι είχε σταλεί από το βουλγαρικό
Κομιτάτο να δολοφονήσει τον ιεράρχη, αλλά δεν εκτέλεσε την εντολή όταν
είδε τον Γερμανό "ένα λεβέντη -όπως είπε- που έμοιαζε με τον Θεό". Οι
Ιεράρχες αυτοί εργάσθηκαν εν πολλοίς, μόνοι. Συχνά όμως τους συνέτρεχε
κόσμος ολόκληρος ενόπλων και αόπλων, που στάθηκε αλληλέγγυος μαζί των. Ο
κόσμος όμως αυτός δεν βρέθηκε εκεί από μόνος του, οιονεί ως από μηχανής
θεός. "Χρειάσθηκε -κατά τον Π. Κανελλόπουλο- πολλή δουλειά, οργανωτική
ικανότητα, που πολύ σπάνια δείχνουν οι Έλληνες, ακόμα και στη ελεύθερη
πατρίδα τους, συντονισμός ενεργειών σε χώρα που βρισκόταν κάτω από τον
ζυγό ενός ισχυρού μακροχρόνιου κατακτητή, της οθωμανικής αυτοκρατορίας".
Όμως κέντρα συντονισμού, οργανώσεως, εμπνεύσεως και κατευθύνσεων ήταν οι
έδρες των Μητροπόλεων. Εκεί οι ανύστακτοι φρουροί Ιεράρχες, με τα ηγετικά
των προσόντα, ανεδείχθησαν αρχηγοί του αγώνα, συμπράττοντες με τους πιο
ποικίλους παράγοντες, δηλ. τα ελληνικά προξενεία, τους αξιωματικούς του
ελληνικού στρατού, τους ντόπιους λαϊκούς οπλαρχηγούς, τους επιστήμονες, τα
σωματεία, τις κοινότητες, τους δασκάλους, τους Ιερείς, τους τραπεζίτες,
τον λαό. Με όλους συνεργάσθηκαν χωρίς εγωισμούς και φανφαρονισμούς, χωρίς
ιδιοτέλεια, χωρίς καπετανισμούς. Αλλά το όραμα της σωτηρίας της πατρίδος.
Αρχικά άοπλοι. Τα όπλα ήλθαν αργότερα. Το άοπλο πνεύμα του Ελληνισμού είχε
προηγηθεί του ενόπλου αγώνα με κεντρικό άξονα την Εκκλησία. Έτσι, οι
Ιεράρχες ρίχτηκαν στον μεγάλο αγώνα, προς αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων
του υπόδουλου Ελληνισμού.
Το πρώτο και επείγον που είχαν να αντιμετωπίσουν οι νέοι αυτοί Ιεράρχες
ήταν η εμψύχωση και η αναπτέρωση του καταπτοημένου ηθικού των ελληνικών
πληθυσμών, που δεινοπαθούσαν υπό τα ανηλεή πλήγματα των κομιτατζήδων. Το
έργο ήταν δυσχερές και επικίνδυνο. Η ύπαιθρος χώρα κυριαρχούνταν από τις
συμμορίες των Βουλγάρων που με φωτιά και τσεκούρι αδρανοποιούσαν κάθε
εστία Ελληνισμού. Ολόκληρα χωριά, προ της ασκουμένης βίας και
τρομοκρατίας, μεταπηδούσαν στην Εξαρχία, ενώ Ιερείς, δάσκαλοι και
πρόκριτοι σφάζονταν καθ' ημέραν ανηλεώς. Ιδού πώς περιγράφει στα
"Απομνημονεύματα" του ο Γερμανός Καραβαγγέλης την κατάσταση στην περιοχή
Καστοριάς, όταν ο ίδιος εγκατεστάθη εκεί (1900): "Οι συμμορίες (των
βουλγάρων κομιτατζήδων) συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα στις
εκκλησιές και αφού τους όρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την
απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την κυβέρνηση, όπου
εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδύνευαν
ως ύποπτοι στους βουλγάρους κατέφευγαν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι
εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του δασκάλου
Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε 30 λογχισμούς και οι Ιερείς, ύστερα από τη
δολοφονία των Ιερέων Νερετίου, Στρεμπένου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας,
άλλοι κατέφυγαν στην Καστοριά, όπως οι Ιερείς της Ζορμπάνιστας, του
Απόσκεπου, της Λαμπάνιτσας, της Ζαγορίτσανης, της Κολλίτσας, της
Τεχτόλιτας, και άλλοι έμεναν στα χωριά τους σιωπώντας και περιμένοντας την
ημέρα της απελευθερώσεώς τους από την τυραννία του βουλγαρικού κομιτάτου".
Οι Αρχιερείς δεν δίστασαν να περιφρονήσουν τον κίνδυνο του φόβου της ζωής
τους και ανέλαβαν περιοδείες, με πολεμική εξάρτυση οι περισσότεροι, και με
συνοδεία ενός ή δύο υπηρετών, δείχνοντας έτσι το αλύγιστο φρόνημα τους και
την πεποίθηση τους ότι αυτοί είναι οι δυνατοί και όχι οι βούλγαροι. Ο λαός
βλέποντας τις κινήσεις αυτές και ακούγοντας τα πύρινα κηρύγματα των
Ποιμεναρχών του αισθανόταν να αναπτερώνονται οι ελπίδες του και να
πυργώνονται τα όνειρά του. Το 1900 ο Γερμανός Καραβαγγέλης εκλέγεται
Μητροπολίτης Καστοριάς. Φθάνοντας στη Μητρόπολή του και αφού διαπιστώνει
την κατάσταση γράφει προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄: "Οι κομιτατζήδες
επιδιώκουν να υποχρεώσουν τους χωρικούς να επιλέξουν μεταξύ Εξαρχίας και
θανάτου". Η ανάγκη ενθαρρύνσεως των ορθοδόξων Ελλήνων ήταν αδήριτη, διότι
χωρίς αναπτερωμένο ηθικό οι Έλληνες αυτοί της μακεδονικής υπαίθρου θα
έπεφταν αργά ή γρήγορα θύματα των εκβιασμών του βουλγαρικού κομιτάτου, που
αδίστακτο όπως ήταν έφθανε μέχρις εσχάτων. Άλλωστε στο πρόγραμμα του
αφελληνισμού εντάσσονταν και οι δολοφονίες επιφανών Ελλήνων, που τολμούσαν
να αντισταθούν στα σχέδια του κομιτάτου, ώστε όλος ο άλλος πληθυσμός να
καταπτοηθεί και παραδοθεί αμαχητί. Γι' αυτό οι ιεράρχες όχι μόνο
περιόδευαν, αλλά και με τη στάση τους έδειχναν ότι δεν φοβούνται του
κομιτατζήδες. "Ζητώ σταυρόν, μεγάλον σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω
την ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων τι έτερον να δώσω προς σωτηρίαν
της ημετέρας λατρευτής πατρίδος ει μη το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ' εμοί
την ζωήν και την αρχιερωσύνην" έγραφε ο Δράμας Χρυσόστομος -μετέπειτα εθνο-ιερομάρτυρας
Σμύρνης- προς τον εν Κωνσταντινουπόλει Έλληνα πρεσβευτή το 1907, όταν
επέκειτο η εκ Δράμας μετάθεσή του τη αξιώσει της Υψηλής Πύλης. Είναι
χαρακτηριστική του "αέρα" που είχαν έναντι των κομιτατζήδων οι Ιεράρχες, η
περιγραφή που κάνει και για τον εαυτό του και την εμφάνιση του ο Καστορίας
Γερμανός Καραβαγγέλης: "Εις την Μητρόπολιν μου -γράφει στα Απομνημονεύματα
του- πάντοτε είχον δύο θαυμάσια άλογα. Έπειτα, όταν έκανα τέτοια
επικίνδυνα ταξίδια ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Έριχνα επάνω μου ένα μαύρο
εγγλέζικο αδιάβροχο, φορούσα μπότες ψηλές ως το γόνατο, το αντερί μου το
εσήκωνα και έπιανα τις άκρες του μέσα στις τσέπες μου. Και πάνω από το
καλυμμαύχι μου έριχνα ένα μαύρο μαντήλι. Στον ώμο κρεμόταν το "μάλιγχερ"
και στο στήθος μου σταυρωτά κάτω από το αδιάβροχα διακρίνονταν οι
φυσιγγιοθήκες με τα φυσέκια. Στη μέση φορούσα μια πέτσινη ζώνη απ' όπου
κρέμονταν από τη μια η θήκη του πιστολιού μου, που ήταν μεγάλο και γινόταν
εν ανάγκη και τουφέκι, και από την άλλη ένα μαχαίρι στη θήκη του. Έτσι
όλοι με πέρναγαν για στρατιωτικό ή αστυνομικό. Συχνά γυμναζόμουν στο
σημάδι..." (Αντιγόνης Μπέλλου-Θρεψιάδη, Μορφές Μακεδονομάχων και τα
Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, σελ. 75-76).
Οι Ιεράρχες αυτοί φαίνεται να υπέταξαν στη στρατιωτική τους ιδιότητα
εκείνη του ειρηνόφιλου Κληρικού. Χάριν της πατρίδος έζησαν, δίδαξαν και
έπραξαν αναμφίβολα με πιστότητα προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας. Είχε
δίκιο ο Ιω. Συκουτρής, που υποστήριζε ότι "Η Εκκλησία πολλάκις τον καθαρώς
δευτερογενή γι' αυτήν εθνικόν σκοπόν έθεσεν υπεράνω των καθαρώς
θρησκευτικών και ιδίου της, ως οργανισμού, συμφέροντος" (Ιω. Συκουτρή,
Μελέται και άρθρα 1956, σελ. 97). Αλλά τούτο ήταν επιταγή των καιρών. Όταν
π.χ. ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Φορόπουλος -ο, κατά τον Κ. Ψάχον, "κράτιστος
ποιμήν και πρόμαχος σθεναρότατος των δικαιωμάτων της Εκκλησίας"- μιλώντας
στους Έλληνες από της Ωραίας Πύλης του Ιερού Ναού του χωριού Μοριχόβου
έλεγε "Δεν σας συμβουλεύω οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος,
αλλά σας συμβουλεύω οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος",
δυνατόν να παρέβαινε εντολή του Χριστού αλλ' οι περιστάσεις επέβαλλαν την
υπέρβαση της εντολής για τη σωτηρία της πατρίδας. Και όταν το Πατριαρχείο
με Εγκυκλίους του το 1901 συνιστούσε στους Ιεράρχες ότι "η πνευματική
επισκόπησις και λοιπή διοίκησις αυτών, είπερ ποτέ και άλλοτε δέον ίνα
περιβληθή ανάλογον τύπον και χαρακτήρα ήτοι μάλλον σύντομον και συνετόν
και συμφωνότερον προς την σοβαρότητα των καιρών και περιστάσεων", εκείνοι,
οι φλογεροί ιεράρχες, μετέφραζαν τη ζητουμένη σοβαρότητα και σύνεση στις
ενέργειές τους ως έξαψη του εθνικού φρονήματος των υποδούλων και
κινδυνευόντων ομοπίστων τους, καμία εντολή ουσιαστικά δεν παρέβαιναν, αφού
για την εποχή εκείνη η πρώτη και ύψιστη εντολή ήταν η σωτηρία του
κινδυνεύοντος έθνους. Και ενώ το πατριαρχείο πάλιν με άλλη Εγκύκλιο του,
τον Ιανουάριο του 1902, ζητούσε από τους Ιεράρχες του σύνεση και
μετριοπάθεια, αυτοί αντιθέτως έτρεφαν και προωθούσαν προς όφελος της
πατρίδος το μίσος κατά των επίβουλων και την εκδίκηση κατά των αδίστακτων,
που μετέρχονταν το παν εναντίον της βουλήσεως ενός ολοκλήρου λαού να
μείνει ελεύθερος και ως χριστιανός και ως Έλλην.
Στήριζαν οι Ιεράρχες τους Έλληνες σε κάθε περίσταση και σε κάθε ευκαιρία,
που την αξιοποιούσαν έντεχνα και χωρίς αναστολές φόβου. Αντίθετα κάθε
χτύπημα εναντίον των Ελλήνων γινόταν εφαλτήριο για νέες εξάρσεις
πατριωτισμού, για νέα ισχυρή στήριξη του φρονήματος των διωκομένων.
Τέτοιες ευκαιρίες ήσαν αναμφισβήτητα οι κηδείες των ατυχών θυμάτων της
βουλγαρικής θηριωδίας. Όταν το 1906 δολοφονήθηκε αγρίως ο Κορυτσάς Φώτιος,
ιδού πώς περιγράφει τα της κηδείας του ο Καστορίας Γερμανός: "Δεν πέρασαν
τρεις μέρες που είχα φθάσει στην Καστοριά και λαβαίνω τηλεγράφημα ότι
σκοτώθηκε ο Φώτιος κοντά σ' ένα χωριό δυο ώρες έξω από την Κορυτσά, όπου
είχε βγει για περιοδεία. Συγχρόνως λαβαίνω και τηλεγραφική διαταγή του
Πατριαρχείου να πάω αμέσως στην Κορυτσά και να κάνω την κηδεία του
μακαρίτη. Αμέσως πήγα στην Κορυτσά. Οι βούλγαροι ευτυχώς δεν μπορούσαν να
με παρακολουθούν και στις έκτακτες περιοδείες μου, όπως τώρα, αν δεν είχαν
γνώση από πρωτύτερα κι έτσι αυτή τη φορά τράβηξα κατ' ευθείαν. Εκεί βρήκα
τον λαό τρομαγμένο κι έπρεπε να αναπτερώσω το φρόνημα του. Την κηδεία
έκανα μαζί με τον Μητροπολίτη Δυρραχίου, έπειτα Ικονίου, Προκόπιο. Εγώ
εξεφώνησα τον επικήδειο του αειμνήστου Φωτίου. Ανέβηκα στον άμβωνα και
άρχισα με το προφητικό ρητό "Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ
των μηρών αυτού, έως ου έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών". Και
συγχρόνως με το χέρι μου έδειχνα την Ελλάδα. Ο λόγος μου ήταν εκ του
προχείρου, μα τους εφανάτισε και έκλαιγαν. Τους είπα πως δεν πρέπει να
απελπίζωνται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλωμε καλύτερο κι αν
τους τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον ακόμη καλύτερον. Και
επαναλάμβανα: "Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα...". Αυτή, τους είπα ήταν η
μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την
απελευθέρωση του. Αλλά, επανελάμβανα, "ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και
ηγούμενος εκ των μηρών αυτού" έως ου έλθη εκείνος που είναι προσδοκία
εθνών, Ελλήνων, Αλβανοφώνων, Σλαβοφώνων, Κουτσοβλάχων, που είναι όλοι
γνήσια παιδιά της Ελληνικής Φυλής. Ο ενθουσιασμός του πριν τρομαγμένου
λαού, που είχε πλημμυρίσει την εκκλησία και τον αυλόγυρο σιωπηλός και
κατηφής, ήταν απερίγραπτος. Φωνές, κατάρες, ζητωκραυγές αντηχούσαν τώρα.
Τόσο, που άμα τελείωσα τον λόγο μου, ο μουτασεφίρης (νομάρχης) Κορυτσάς,
που ήταν τρομερά μισέλλην, ρωτούσε με επιμονή τον μουαβίνη (βοηθό) του τι
είπα στον λόγο μου. Ο μουαβίνης ήταν Έλληνας και φίλος μου. Του είπε
λοιπόν πως μίλησα πολύ αρχαία ελληνικά και δεν κατάλαβε κι αυτός καλά-καλά
τι είπα. Αλλά ότι μίλησα θρησκευτικά και τέτοια πράγματα". Όταν οι λαοί
έβλεπαν τον Δεσπότη τους κοντά τους, αποφασισμένο για όλα, αψηφώντας τα
πάντα, μιλώντας με παρρησία και θάρρος, στεριώνονταν κι αυτοί στην πίστη
στον Χριστό και στην Ελλάδα. Και τα σχέδια του Κομιτάτου κατέρρεαν εμπρός
στην αποφασιστικότητα των Ελλήνων Ιεραρχών. Έγραφε για τον θάνατο του
Κορυτσάς Φωτίου ο τότε Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης, ο γνωστός εθνο-ιερομάρτυρας
Χρυσόστομος: "Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν δια τον οικτρόν θάνατον
του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του. Τις οίδε και οποίους άλλους
αδελφούς και ίσως-ίσως και τον γράφοντα αυτόν αναμένει η αυτή τύχη". Μετά
από 16 χρόνια οι λόγοι του αυτοί έβρισκαν την επαλήθευσή τους στον τραγικό
του θυσιαστικό θάνατο.
Και τον Παύλο Μελά έθαψε στην Καστοριά ο Γερμανός Καραβαγγέλης, αψηφώντας
τους κομιτατζήδες και τους τούρκους. "Περί την δύσιν του ηλίου -διηγείται
σε επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη, με ημερομηνία 26.11.1904- παρεδόθη
μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να
κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα
τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κειμένης απέναντι της
Μητροπόλεως, δι' όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου
επιστηθίου λαβόντος με παρ' αυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον
νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού κι το
κλεινόν όνομά του, ητοίμασαν τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του
βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε
επαύριον Κυριακή όρθρου βαθέος, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν
μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν ευαγγέλιον, ένα
σταυρόν και μίαν εικόνα και πριν αρχίση η Λειτουργία ετελέσαμεν την
κηδείαν του. Πνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του
Μητροπολιτικού Ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο
ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των ταξιαρχών το
σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί
της στρωμνής μου όπως θρηνώ τον αοίδιμον ήρωα". Έτσι έπρατταν οι άξιοι του
Γένους μας Ιεράρχες.
Με την ενίσχυση του φρονήματος του λαού συνδυαζόταν και η υποστήριξη της
ελληνικής παιδείας, με τη σύσταση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Τη
σημασία της παιδείας είχαν κατανοήσει και οι βούλγαροι, οι οποίοι από την
αρχή της εκστρατείας των προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους Έλληνες από τη
σκέπη του Πατριαρχείου και από την επιρροή του, εξαναγκάζοντάς τους να
προσέλθουν στην Εξαρχία και να παρακολουθήσουν μαθήματα σε βουλγαρικά
σχολεία. Κατά την πρώτη φάση της δράσης του Κομιτάτου οι βούλγαροι
απευθυνόμενοι προς τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας έλεγαν: "Το
γεγονός ότι ομιλείτε τη σλαβική γλώσσα σημαίνει ότι δεν είσθε Έλληνες,
αλλά Σλάβοι. Πάψτε λοιπόν να επηρεάζεστε από την Ορθόδοξη Ελληνική
Εκκλησία η οποία δεν έχει να σας προσφέρει τίποτα. Εγκαταλείψτε το
Οικουμενικό πατριαρχείο το οποίο έχει δικαίωμα να καθοδηγεί μόνο τους
αληθινούς, τους γνήσιους έλληνες. Εσείς δεν είστε πραγματικοί έλληνες.
Πάψτε να στέλνετε τα παιδιά σας σε ελληνικά σχολεία. Μη δέχεσθε να ακούτε
τα κηρύγματα των ελλήνων ιερέων, οι οποίοι υπάγονται στην Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως, η οποία είναι μόνο ελληνική. Φύγετε από την πνευματική
καθοδήγηση του Πατριαρχείου κι εμείς θα σας φέρουμε δικούς μας Βούλγαρους
Ιερείς και Βούλγαρους Δασκάλους, ενώ τους προικισμένους σας νέους θα τους
στείλωμε στη Βουλγαρία για ανώτερες σπουδές μετά τις οποίες ανοίγεται μια
λαμπρή σταδιοδρομία".
Από την προκήρυξη αυτή φαίνεται σαφώς ότι οι βούλγαροι θεωρούσαν το
στοιχείο της γλώσσας καθοριστικό της εθνικής ταυτότητας ενός λαού. Αλλά η
Γλωσσολογία σήμερα αποφαίνεται ότι αυτό είναι θεωρία αντιεπιστημονική και
λανθασμένη. Και η ιστορία απέδειξε περίτρανα πως το γλωσσικό δεν αποτελεί
ασφαλή βάση για τη θεμελίωση της εθνολογικής καταγωγής ενός λαού, αλλά
είναι στοιχείο δευτερεύον που δέον να συνεκτιμάται μαζί με άλλα στοιχεία
για τη στερέωση στερέωση της εθνικής ταυτότητας των λαών. Ωστόσο οι
σλαβόφωνοι λαοί της Μακεδονίας, εκτός βέβαια των ελληνοφώνων, έδωσαν
απάντηση στα βουλγαρικά φληναφήματα, όταν αρνούνταν να εγκαταλείψουν το
πατριαρχείο και μόνον όταν ασκείτο επάνω τους η φοβερή δύναμη της βίας
εξαναγκάζονταν να υποταχθούν προσκαίρως για να επανέλθουν με την πρώτη
ευκαιρία στην αγκάλη της πνευματικής των Μητέρας.
Όπου πάντως υπήρχε φιλοβούλγαρος Μητροπολίτης, όπως π.χ. στην περιοχή του
Κιλκίς, εκεί η βουλγαρική προπαγάνδα έκανε θαύματα και αποκτούσε σημαντικά
ερείσματα. Στην περιοχή Πολυανής το 1870 είχαν συσταθεί 70 περίπου
βουλγαρικά σχολεία και υπήρχε τάση επεκτάσεως του κινήματος και στις
γειτονικές περιοχές Μελενίκου, Στρώμνιτσας και Μογλενών (Μακεδονία: 4.000
χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, έκδοσις "Εκδοτικής Αθηνών", σελ.
453). Αλλού όμως, όπου οι Ιεράρχες ήσαν Έλληνες με συνείδηση, εκεί τα
βουλγαρικά σχέδια ανατρέπονταν. Εκεί, με την πρωτοβουλία της Εκκλησίας, τα
ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν σωστά, δεδομένης άλλωστε και της
αποκλειστικής, για τον υπόδουλο Ελληνισμό, ευθύνης για την παιδεία της
ελληνικής Εκκλησίας. Αργότερα, και μάλιστα περί τα τέλη του ιθ΄ αιώνα, η
ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε ενέργεια σχέδιο υποστηρίξεως της ελληνικής
παιδείας στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με κεντρικούς πόλους κατεύθυνσης
τα ελληνικά προξενεία. Κύριος στόχος της προσπάθειας αυτής ήταν η πύκνωση
των ελληνικών σχολείων και η σύσταση νηπιαγωγείων, παρθεναγωγείων και
διδασκαλείων, με σκοπό τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και μέσα στο
οικογενειακό περιβάλλον. Η κίνηση αυτή της ελληνικής πατρίδας παρ' ολίγον
να αποβεί μοιραία για τις σχέσεις της με τις εκκλησιαστικές αρχές, που
είδαν στην πρωτοβουλία αυτή μια τάση αφαιρέσεως από την Εκκλησία ενός
δικού της πανεθνικού προνομίου, αλλά και τον κίνδυνο πολιτικοποίησης του
ζητήματος της παιδείας και επέμβασης των τουρκικών αρχών στα προγράμματα
των μαθημάτων και στη δομή της εκπαίδευσης. Μάλιστα ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ όταν το 1901 ξαναγύρισε στον Θρόνο μνημόνευσε
μεταξύ των βασικών αιτιών της οπισθοδρόμησης του Ελληνισμού στη Μακεδονία
κατά τη διάρκεια του 1880 και την πολιτική του ελληνικού βασιλείου στην
παιδεία. Σε εμπιστευτικό Δε υπόμνημα του προς τον έλληνα επιτετραμμένο
στην Πόλη Α. Ποττέ σημείωνε: "Απεσκόπει η πολιτική αύτη εις την αναφανδόν
συνεργασίαν των ανά τα επίμαχα μέρη και ακολούθως πανταχού εκκλησιαστικών
αρχών μετά των προξένων προεξαρχόντων αυτών επί το επιδεικτικότερον. Η
τάσις αφεώρα εις την υπόδειξιν και κατ' ακολουθίαν εις απόδειξιν ότι η
Εκκλησία διατελεί ή δέον να διατελή υπό την προστασίαν της Ελληνικής
Κυβερνήσεως, ότι οι κάτοικοι εκείνων των μερών ώφειλον να εννοήσωσι και να
αισθανθώσι ότι δέον εις τας ανάγκας αυτών να προσέρχωνται εις το
προξενείον ώστε να εθισθώσιν αποβλέποντες εις την Ελλάδα. Το δόγμα τούτο
της ελληνικής πολιτικής... εδημιούργησε σύγχυσιν, ανέτρεψεν αιώνων
καθεστώς, εξήγειρε τους απεναντίους ου μόνον εις άμυναν αλλά και επίθεσιν.
Η Εκκλησία και οι λειτουργοί αυτής εκλονίσθησαν εις το έργον αυτών
προσχωρούντες μετά δειλίας τινος και ενδοιασμού συρόμενοι εις νέαν οδόν.
Ταύτα δεν εδήλουν, πολλού γε και δη, έλλειψιν φιλοπατρίας και πόθων
προγονικών, αλλά φόβον μη το εγχείρημα αποβή εις κοινήν ολεθρίαν".
Καί τότε μεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ παραιτήθηκε του Θρόνου
(1884) εξ αιτίας και του ζητήματος αυτού, όμως οι Ιεράρχες στην Μακεδονία
συνέχισαν να αγωνίζονται, χωρίς προστριβές κατά το δυνατόν, με τους
προξένους μας, ώστε η μεγάλη υπόθεση της παιδείας να μην αποτύχει και η
προσπάθεια να μην αναχαιτισθεί. Στα 1885 ο Γραμματεύς της Εξαρχίας Σιόπωφ
διεπίστωνε: "Τα μεγάλα και δευτερεύοντα κέντρα είναι εξ ολοκλήρου
εξελληνισμένα και υπό την επιρροήν των Ελλήνων και Γραικομάνων. Η ελληνική
γλώσσα κατακτά έδαφος. Εις το Μοναστήριον -τα Βιτόλια- όπου προ ετών οι
κάτοικοι ήσαν καθαροί βούλγαροι, σήμερον δεν ακούγεται η βουλγαρική
γλώσσα, ει μη κατά τας ημέρας της αγοράς, ότε συρρέουν έξωθεν οι χωρικοί.
Θα δυνηθούν άραγε να κερδίσουν την Μακεδονίαν οι βούλγαροι αν σήμερον
εγίνετο δημοψήφισμα; Είμεθα βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας
θέλει πετάξει εκ των χειρών μας και οι έλληνες θέλουν εξ άπαντος κερδίσει,
διότι οι πλείστοι των κατοίκων θα δηλώσουν ότι είναι έλληνες".
Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, που καμμιά εξαλλοσύνη των Κομιτατζήδων
δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει, τελικά οδήγησε τους βουλγάρους, ιδίως μετά
τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, να ξεσπάσουν σε όργιο ληστρικής
καταδρομής εναντίον των Ελλήνων, τον δε υψηλότερο φόρο πλήρωσαν όπως πάντα
οι Κληρικοί και οι δάσκαλοι. Στη διετία 1898-1899 βρήκαν το θάνατο από
διάφορες βουλγαρικές συμμορίες 64 Έλληνες, μεταξύ δε αυτών πολλοί Ιερείς.
Οι δολοφονίες συνεχίσθηκαν και στις αρχές του αιώνα μας, ενώ οι
Μητροπολίτες παρέμεναν οι πνευματικοί ταγοί που προμάχησαν των δικαίων του
πληττομένου Ελληνισμού. Χάρις στην ευψυχία των τα ελληνικά σχολεία
λειτουργούσαν κανονικά, αποτρέποντας την άλωση της εθνικής συνειδήσεως.
Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή των Αθηνών υπήρξε κατά την εποχή αυτή
-πριν από το 1904- σημαντική. Αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία, πήρε
μέτρα για την ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης, ίδρυσε διδασκαλεία.
Παραλλήλως ενίσχυσε οικονομικά τις εμπερίστατες Μητροπόλεις. Το πιο
σημαντικό δε ήταν η βοήθεια της για επάνοδο στον Οικουμενικό Θρόνο του
Ιωακείμ Γ΄, γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη δυνατή δραστηριοποίηση των
Ιεραρχών του μακεδονικού χώρου. Και ενώ το όργιο των σφαγών των Ελλήνων
κορυφωνόταν με την εξέγερση του Ήλιντεν, η Αθήνα περιοριζόταν σε
διαμαρτυρίες προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον της βουλγαρικής θηριωδίας,
αποφεύγοντας την επιθετική πολιτική που εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε το
1904 να υιοθετήσει. Έτσι ο Γλάδτων έγραφε το 1902: "Ο ελληνικός παράγων εν
τη χερσονήσω του Αίμου είναι ανίσχυρος και οικονομικώς και στρατιωτικώς
ένεκα της ιδίας αυτού υπαιτιότητος". Και όχι μόνον βέβαια. Αλλά και εξ
αιτίας της υποκριτικής στάσεως των Μεγάλων (χριστιανικών) Δυνάμεων που
όταν έβλεπαν την πλάστιγγα ν ακλίνει προς την πλευρά των ελληνικών
συμφερόντων επενέβαιναν για να της αλλάξουν κατεύθυνση.
Οι Έλληνες Ιεράρχες επίσης οργάνωσαν τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα για την
απελευθέρωση της Μακεδονίας, όταν τα πράγματα οξύνθησαν και τον λόγο πλέον
είχαν τα όπλα. Οι βούλγαροι εξόπλιζαν συνεχώς τα τμήματα των, που
καθημερινά πλήθαιναν με νέους προσήλυτους, που έπρεπε ο καθένας να
αγοράσει όπλο με δικά του χρήματα. Ο θάνατος του Παύλου Μελά αφύπνισε την
Αθήνα και συνέβαλε στη γενίκευση της σταυροφορίας για ένοπλη υποστήριξη
της κινδυνεύουσας Μακεδονίας. Οι Ιεράρχες είχαν προ πολλού αντιληφθεί την
ανάγκη του ένοπλου αγώνα. Τα Μητροπολιτικά μέγαρα είχαν μεταβληθεί σε
αποθήκες οπλισμού. Η μετάβαση του Παύλου Μελά στην Μακεδονία ήταν
ουσιαστικά έργο του Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη, "όπως επίσης έργον
ιδικόν του ήτο ο συντονισμός της δράσεως των βαθμιαίως συγκεντρωθέντων εις
την περιοχήν της Καστορίας και των Κορεστίων και ετέρων ισχυρών Ελληνικών
Ανταρτικών Σωμάτων" (Κ. Βαβούσκου, Η Μητρόπολις Νευροκοπίου 1900-1907,
σελ. 254). Το έργο αυτό υποστηρίζουν και οι ελληνόψυχοι πρόξενοι, όπως ο
Ίων Δραγούμης, που συνέβαλε στην οργάνωση των ελληνικών δυνάμεων στο
Μοναστήρι. Για τον ίδιο σκοπό διακρίθηκαν οι πρόξενοι μας Ευγενιάδης στη
Θεσσαλονίκη και Στορνάρης στις Σέρρες. Και αυτά παρά τις επιφυλάξεις των
Αθηνών. Ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Ρωμανός -εξ αφορμής προτάσεων
του έλληνα προξένου στο Μοναστήρι Πεζά για έναρξη ενόπλου αγώνος- είχε
δηλώσει: "Ούτε η κυβέρνησις, αλλ' ούτε και οι αντιπρόσωποι αυτής πρέπει να
περιπλακώσι εις τοιούτου είδους εγχειρήματα, ων το αλυσιτελές κατεδείχθη
εν τω παρελθόντι, και τα οποία, λόγω του τελικού σκοπού εις ον
αποβλέπουσιν, αποκρούονται υπό της κοινής συνειδήσεως και παντός
πεπολιτισμένου Κράτους. Το ελληνικόν Κράτος ούτε δύναται, ούτε και οφείλει
να παρακολουθήσει την Βουλγαρίαν εις το είδος τούτο της ενεργείας".
Αλλ' εκείνο που αρνήθηκε να πράξει το ελληνικό βασίλειο, το έπραξαν οι
Δεσποτάδες και μαζί μ' αυτούς μερικοί Έλληνες διπλωμάτες, κινδυνεύοντας να
ανακληθούν και να τιμωρηθούν από την κεντρική τους υπηρεσία. Αναμφισβήτητα
ο Γερμανός Καραβαγγέλης είναι ο πρώτος Ιεράρχης που οργάνωσε ένοπλα
τμήματα στην περιοχή Κορεστίων. Κατόρθωσε να αποσπάσει από τους Εξαρχικούς
τον οπλαρχηγό Κώττα από τη Ρούλια και τον Βαγγέλη από το Στρέμπενο.
Έστειλε επιστολή στον έλληνα πρωθυπουργό Ζαΐμη ζητώντας ενισχύσεις. Αλλ'
ενώ η κυβέρνηση εσίγα, το μήνυμα ενστερνίσθησαν μεμονωμένα άτομα, μεταξύ
Δε αυτών και ο Παύλος Μελάς. Αργότερα ο γυναικάδελφος του Ίων Δραγούμης θα
ιδρύσει στο Μοναστήρι την "Άμυνα" με δίκτυο πληροφοριών και ανακάλυψη
ένοπλου αγώνα. Μόλις Δε το 1903 η κυβέρνηση Θεοτόκη θα αποστείλει
στρατιωτική αποστολή στη Μακεδονία, ενώ το 1904 θα σταλεί το πρώτο
εκστρατευτικό σώμα υπό τον Παύλο Μελά, μετά τον θάνατο του οποίου
γενικεύθηκε η σταυροφορία ένοπλης υποστήριξης της Μακεδονίας.
Και ο Βοδενών (Εδέσσης) Νικόδημος μετέφερε όπλα κάτω από τη μύτη των
τούρκων. Γράφει ο Μαζαράκης γι' αυτόν ότι ήταν "ωραίος τρακοντούτης, τύπος
μελαψός, φυσιογνωμία αγαλματώδης" και περιγράφει την άφιξη του στα Βοδενά
ως εξής: "Ο διάκος του Δεσπότη βαστούσε κάτι μεγάλες λαμπάδες, που ήταν
τυλιγμένες λίαν επιδεικτικώς με ρόδινο χαρτί. Οι λαμπάδες ήταν όπλα
μάλιγχερ που μετέφερε ο Δεσπότης. Και ενώ ηυλόγει το πλήθος... και οι
τούρκοι αστυνομικοί τον δυνώδευσαν εις ένδειξιν τιμής, τα όπλα που θα μας
ελευθέρωναν μίαν ημέραν από αυτούς μεταφέροντο τόσο πανηγυρικώς. Κανείς
δεν ηδύνατο να υποπτευθή τοιαύτην τόλμην" (Κ. Σαρδελή, Η Εκκλησία και ο
Μακεδονικός Αγώνασ, στην "Εκκλησιαστική Αλήθεια", 16.3.86).
Οι Έλληνες Ιεράρχες της Μακεδονίας, πιστοί τηρητές των πατρίων,
ανεδείχθησαν προ και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα άξιοι του Γένους και της
Εκκλησίας. Πριν από την έναρξη του αγώνα αυτοί είχαν προετοιμάσει το
έδαφος κυρίως στις ψυχές των υποδούλων, έχοντας διεξάγει έναν άλλο αγώνα,
με τη συνεργασία παπάδων και δασκάλων. "Το των ψυχών έδαφος", όπως έγραψε
ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, ήταν ο στόχος αυτής της προσπάθειας. Και γι'
αυτό εργάσθηκαν υπεράνθρωπα νύκτα και ημέρα μηδενός φειδόμενοι κόπου και
την ζωή τους καθ' εκάστην θυσιάζοντες υπέρ του Γένους. Μετέβησαν στις
επάλξεις των επιστρατευθέντες αλλά και εκόντες. Πορεύτηκαν με την απόφαση
να πεθάνουν, όπως τόσοι άλλοι πριν απ' αυτούς. Πάσχισαν να συναγείρουν τον
πολυπράγμονα Ελληνισμό και διατήρησαν το καντήλι του Γένους αναμμένο, παρά
τους βορειάδες που φυσούσαν απειλητικοί. Αν σήμερα υπάρχει Μακεδονία πολλά
οφείλονται σ' αυτούς και στο πνευματικό κέντρο της ρωμηοσύνης, το
Πατριαρχείο μας.
Κάποτε ο Ίων Δραγούμης αναφερόμενος στο θάνατο του Παύλου Μελά και
απευθυνόμενος στην ελληνική νεολαία έλεγε: "Να ξέρετε πως αν τρέξουμε και
σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει". Και επεξηγούσε: "Θα μας
σώσει από τη βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώσει από τη μετριότητα κι από
την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μα ελευθερώσει.
Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε".
Η Μακεδονία, προσθέτουμε εμείς, θα μας σώσει και τώρα αν θυμηθούμε τα κλέη
των μεγαλόπνοων πατέρων μας κι αν τα σημερινά μας πάθη αφήσουν ποτέ την
ομορφιά της ζωής εκείνων να αγκαλιάσει και την δική μας ζωή.
• Ομιλία του τότε Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νυν
Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ (1904-8)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΑΘΗΝΑΣ
Έτος Ιδρύσεως 1957
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
και Μακεδονομάχοι
Ο διμέτωπος αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων και των Βούλγαρων
γιά την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και την Ένωσή της με την υπόλοιπη
Ελλάδα.
Ο Αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας του 1821, άφησε τη Μακεδονία, όπως εξ'
άλλου και άλλα μέρη της Ελλάδας (Δωδεκάννησα, Επτάνησα, Ήπειρος, Θεσσαλία,
Θράκη, Κρήτη, Κύπρος, Νήσοι Ανατολικού Αιγαίου κ.α.), έξω από τα σύνορα
του Ελληνικού Κράτους. Όμως οι Μακεδόνες ποτέ δεν έπαψαν να προσδοκούν την
Απελευθέρωση της Μακεδονίας και την Ένωσή της με την υπόλοιπη ελεύθερη
Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επαναστάσεις στην Μακεδονία
διαδέχονται η μια την άλλη. Όμως, δυστυχώς, καμία τους δεν τελεσφόρησε.
Κατά τη διάρκεια του Τουρκο - Αιγυπτιακού Πολέμου (1839 - 1856)
εκδηλώνονται νέα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία.
Με κλονιζόμενη την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, η
Μακεδονία έγινε το "Μήλον της Έριδος" μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ενδιαφέρον ιδιαίτερο - εκείνη την εποχή - είχε η Ρωσία με την επιθυμία της
να βγει στη Μεσόγειο Θάλασσα και έτσι, να θέσει υπό την κηδεμονία της, την
επίμαχο αυτή περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Ήδη από την εποχή του Ιβάν
Γ' του Μεγάλου, Τσάρου της Ρωσίας (1438 - 1505), ο οποίος με τον γάμο του
με την Σοφία Παλαιολογίνα, το 1472, συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή
Δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του τον δικέφαλο αετό, η Ρωσία εξεγείροντας
διαρκώς τους ομόδοξους Έλληνες, επεδίωκε να γίνει ο φυσικός ... κληρονόμος
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Μετά όμως τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των
προσδοκιών των υπόδουλων Ελλήνων από την Ρωσία και την έναρξη του Αγώνα
της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το 1821, ξέφυγε η Ελλάδα από την σφαίρα
επιρροής της και η Ρωσία εστίασε τις προσπάθειές της στην αφύπνιση του
σλαβικού στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου.
Το 1848 λαμβάνει χώρα το Α' Πανσλαβικό Συνέδριο.
Για τα επόμενα σαράντα περίπου χρόνια, έως την έναρξη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
ΑΓΩΝΑ, το 1904, ο πληθυσμός της Μακεδονίας αγωνίσθηκε μόνος και αβοήθητος
να διαφυλάξει την Ελληνικότητά του από τις διάφορες εχθρικές προπαγάνδες,
πολύ πριν καταφθάσουν οι "Μακεδονομάχοι", οι γενναίοι αυτοί αγωνιστές από
κάθε μέρος της Ελλάδας, και ν' αρχίσει η ένοπλη πια φάση του αγώνα αυτού,
ο οποίος τερματίστηκε το Καλοκαίρι του 1908. Μιαν Ελληνικότητα την οποία
οι Μακεδόνες, από τα πανάρχαια χρόνια, δεν έπαψαν ποτέ να δηλώνουν και να
εκδηλώνουν την απόφασή τους να συμμεριστούν τη μοίρα του υπόλοιπου
Ελληνισμού. Αυτό, το αποδεικνύουν οι θυσίες και οι αγώνες τους. Ας μην
λησμονούμε άλλωστε ότι, κατά τον Ηρόδοτο, τα κυρίαρχα στοιχεία που
καθορίζουν την Ελληνικότητα, ήταν το Όμαιμο, το Ομότροπο, το Ομόγλωσσο και
το Ομόθρησκο, αξίες που ίσχυαν από την Ομηρική Εποχή, και ακόμη
παλαιότερα, και οι οποίες ουσιαστικά, για το Ελληνικό Έθνος, ουδέποτε
έπαψαν να υφίστανται, όσο και εάν γνώρισαν τη δόλια πολεμική ξένων
προπαγανδιστών και των πάντοτε καιροφυλακτούντων μισελλήνων Ευρωπαίων.
Παράλληλα με την προώθηση από την Ρωσία του ανθελληνικού πανσλαβιστικού
της σχεδίου, και η Τουρκία, για δικούς της λόγους, προβαίνει σε συνεχείς
ανθελληνικές ενέργειες, επιδιώκοντας την διαίρεση των ορθόδοξων πληθυσμών
της Χερσονήσου του Αίμου και την αποδυνάμωση του πνευματικού τους κέντρου,
δηλ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στην Μακεδονία στις 17 Μαρτίου 1854,
όταν ο Τσάμης Καρατάσος αποβιβάζεται στο λιμάνι του Κουφού της Χαλκιδικής
και καταλαμβάνει τη Συκιά, τη Νικήτη και τον Αγιο Νικόλαο. Η ήττα του όμως
στον Πολύγυρο και στην Ιερισσό, βάζει τέλος στο κίνημα αυτό. Την ίδια τύχη
έχει όμως και το κίνημα των Γρεβενών και της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας.
Οι ελπίδες των Μακεδόνων αναπτερώνονται κατά τη διάρκεια του Ρωσο -
Τουρκικού Πολέμου (1876 - 1878).
Ένα νέο επαναστατικό κίνημα ξεσπάει στις 19 Φεβρουαρίου 1878, αυτή τη φορά
με έδρα το Λιτόχωρο. Οι Τούρκοι όμως για άλλη μια φορά νικούν τους
Έλληνες, τόσο στο Λιτόχωρο όσο και στη Ραψάλη.
Στο μεταξύ η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, σταδιακά επικεντρώθηκε στην
ενίσχυση της ... Βουλγαρικής Συνείδησης, με πρόφαση την αυτονομία της
Εκκλησίας της Βουλγαρίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και στη
δημιουργία Βουλγαρικού Κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βουλγαρική Εθνική Συνείδηση είχε σχεδόν
εξαλειφθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, διότι δέσποζε τότε η
ενότητα όλων των λαών της Χερσονήσου του Αίμου κάτω από την κοινή σκέπη
της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ως πνευματικά τέκνα του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τώρα όμως και ιδίως μετά τον πρώτο αφυπνιστή
του βουλγαρικού εθνοφυλετισμού, αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ
(1722-1789), που συνέγραψε το βιβλίο "Ιστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού
των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων" - το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε
το 1844, με σκοπό να προσδώσει στους Βούλγαρους "Εθνική Συνείδηση" - οι
Ρώσοι εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αφού αποκόπτουν πνευματικά
τους Βούλγαρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους προσδένουν φυλετικά
με τους Σλάβους, ενώ σύμφωνα με τους Εθνολόγους και τους Ιστορικούς, οι
Βούλγαροι είναι λαός Τουρκο - Μογγολικής Καταγωγής, συγγενείς των Ούννων.
Όμως οι πολιτικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά συμφέροντα, επισκιάζουν την
ιστορική πραγματικότητα!
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και
γλωσσική αφομοίωση των Ελλήνων, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία
ενισχυτικά των επιδιώξεών τους.
Άσκηση Ευέλπιδων στο Πυροβολικό (Τη Φωτογραφία "τράβηξε" ο Π. Μελάς)
Σημαντικό γεγονός στάθηκε, χωρίς καμία αμφιβολία, το Σχίσμα της
Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1870, που ονομάσθηκε τώρα "Εξαρχία", με
αποδέσμευση όχι μόνο από τη θρησκευτική δικαιοδοσία, αλλά και το
σημαντικότερο, από την πολιτική επιστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
αποδυναμώνοντάς το, σύμφωνα και με τις τουρκικές επιδιώξεις.
Έτσι με φιρμάνι του Οθωμανού σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ της 10ης Μαρτίου 1870,
λαμβάνει χώρα το πρωτοφανές γεγονός της Ανακήρυξης της Βουλγαρικής
Εξαρχίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα
επέκτασης του εξαρχάτου, πέρα από τις περιοχές που αναγνωρίσθηκαν ως
εξαρχικές και σε άλλα μέρη, αν το σύνολο ή τα 2/3 τουλάχιστον των κατοίκων
τους επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία. Το άρθρο αυτό, που έχει
χαρακτηρισθεί ως "μακιαβελικής συλλήψεως" προετοίμαζε τη διαίρεση μεταξύ
των χριστιανικών πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου και προωθούσε τον οξύ
φυλετικό ανταγωνισμό. Ας σημειωθεί ότι το φιρμάνι είχε συντάξει ο Ρώσος
Πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη Στρατηγός Ιγνάτιεφ, γνωστός μισέλληνας και
θιασώτης του Πανσλαβισμού!
Η ίδρυση, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, της Βουλγαρικής Εξαρχίας
σήμαινε νίκη των Ρώσων εναντίον των Γάλλων, που είχαν προσπαθήσει και
μέχρι ένα σημείο πετύχει, την προσέλκυσή της αναζητώντας εκκλησιαστική
χειραφέτηση, από φυλετικό εθνικισμό επαρμένης Βουλγαρίας με το Βατικανό,
με την Ουνία και τους Λαζαριστές Μοναχούς, οι οποίοι προωθούσαν την
επιρροή του Ρωμαιο - Καθολικισμού στην Ελληνο - Ορθόδοξη Χερσόνησο του
Αίμου. Γι' αυτό οι Άγγλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι από την επιτυχία των
Ρώσων. Άλλο τόσο ικανοποιημένοι ήσαν και οι Τούρκοι, που είχαν πετύχει τη
διάσπαση της ενότητας των Ορθόδοξων Χριστιανών της Χερσονήσου του Αίμου.
Η σύσταση της Βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην
Ιστορία της Μακεδονίας. Μια περίοδο που στιγματίζεται από την βίαιη και
σφοδρή προσπάθεια των Βούλγαρων Κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση
της Ελληνικότητας της Μακεδονίας με απηνείς διώξεις και δολοφονίες
Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν, εκείνος ο τυπικός διαχωρισμός των δυο Εκκλησιών, έγινε στην
ουσία η αιτία διαχωρισμού των χριστιανικών πληθυσμών σε Πατριαρχικούς και
Εξαρχικούς. Ουσιαστικά πήρε τη μορφή εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και
Βουλγάρων.
Αυτό λοιπόν, είναι και η απαρχή του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και τερματίστηκε το 1908, όταν
θεσπίστηκε το Τουρκικό Σύνταγμα με το Κίνημα των Νεοτούρκων. Σ'αυτό το
χρονικό διάστημα οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες και οι Τούρκοι Σωβινιστές,
αποτελούν τους δύο κυριότερους εχθρούς των Μακεδόνων.
Ο Βάλτος των Γιαννιτσών
Το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εξαρχίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για
παγίωση βουλγαρικών διεκδικήσεων πάνω στη Μακεδονία, διεκδικήσεων που
οξύνθηκαν κυρίως μετά την Ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878.
Δημιουργώντας την Εξαρχία οι Ρώσοι απέβλεπαν τόσο στην εφαρμογή του
δόγματος "Κυρίαρχο Κράτος - Κυρίαρχη Εκκλησία" και άρα υποτελής στην
πολιτική εξουσία, όσο και στην κινητοποίηση εναντίον των Ελλήνων,
χρησιμοποιώντας σαν όργανο τον Σλαβικό Εθνικισμό, επενδεδυμένο με
εκκλησιαστικό μανδύα για την παραπλάνηση ιδίως των αγροτικών πληθυσμών.
Έτσι το σχέδιο υφαρπαγής της Μακεδονίας και συρρίκνωσης του Ελληνισμού -
το οποίο δεν έπαψε να ισχύει, με τις ευλογίες πάντοτε των άσπονδων φίλων
μας, όπως και τότε - έμελλε να θέσει σε κίνδυνο την προαιώνια Ελληνικότητα
της Μακεδονίας, που την εποφθαλμιούν και σήμερα οι ίδιοι πανσλαβιστές.
Έτσι, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου, πράκτορες, κάτω από το
ράσο του καλόγερου, σταλμένοι από τη Ρωσία στα Βαλκάνια, άρχισαν να
κηρύττουν τη Σλαβική Ιδεολογία και να βαφτίζουν τους χωρικούς με σλαβικά
ονόματα, ενώ ταυτόχρονα τους ξεσήκωναν εναντίον του Τούρκου Κατακτητή.
Αλλά και οι Τούρκοι, εφαρμόζοντας το "διαίρει και βασίλευε" έβλεπαν
ευχάριστα τον εμφύλιο σπαραγμό των Χριστιανών κατοίκων της Χερσονήσου του
Αίμου. Στενά δεμένη την εποχή εκείνη η Θρησκεία με τον Εθνικισμό,
χρησιμοποιήθηκε έντεχνα απο τους Βουλγάρους, πριν κινήσουν τον ένοπλο
αγώνα τους εναντίον των Ελλήνων.
Όταν οι Βούλγαροι και οι υποστηρικτές τους, διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν με την προπαγάνδα και μόνο, πέρασαν στη βία των όπλων κάτω
φυσικά από το αδιάφορο, δήθεν, βλέμμα των Τούρκων. Άρχισαν την επίθεση
τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή Ιερέων και Μοναχών.
Παράλληλα και επίσημα οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική
προπαγάνδα σ' όλη την Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα ένοπλα σώματα με
στόχο από τη μια να εισπράτουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και από
την άλλη, να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο Βουλγαρικό Κομιτάτο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο, έλαβε θέση
άμυνας απέναντι στις πανσλαβικές βλέψεις και μεθοδείες. Έτσι, με απόφαση
της Ενδημούσης Συνόδου του 1872 καταδίκασε τον Εθνοφυλετισμό ως Αίρεση και
τους Εξαρχικούς κήρυξε Σχισματικούς. Παράλληλα ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Κωνσταντίνος Ε΄ ο Βαλλιάδης, προήγαγε σε Μητροπόλεις όλες τις Επισκοπές
της Μακεδονίας και απέστειλε στις μακεδονικές αυτές Μητροπόλεις νέους,
φλογερούς πατριώτες και αποφασισμένους ποιμένες ως Μητροπολίτες, που
ετέθησαν αμέσως επικεφαλής του πολύμορφου αγώνα για τη διάσωση της
Μακεδονίας και του Ελληνισμού. Ανάμεσα σ' αυτούς σελαγίζουν τα ονόματα του
Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου, του
Δράμας Χρυσόστομου Καλαφάτη (του μετέπειτα Σμύρνης), του Κορυτσάς Φώτιου
Καλπίδου, του Νευροκοπίου Θεοδωρήτου Βατματζίδου, του Γρεβενών Αιμιλιανού
Λαζαρίδου, του Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου Ρηγόπουλου, του Σερρών Γρηγόριου,
του Μελενίκου Ειρηναίου Πανταλέοντος, του Βοδενών Στέφανου Δανιηλίδου κλπ.
Σ' αυτούς κυρίως και σε πολλούς άλλους η Εκκλησία ανέθεσε την αποστολή
διάσωσης της Μακεδονίας από την πανσλαβιστική απειλή μέχρι την
προετοιμασία των πρώτων ένοπλων ελληνικών σωμάτων. Κέντρα συντονισμού,
οργάνωσης, έμπνευσης και κατεύθυνσης του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ήταν οι έδρες
των Μητροπόλεων. Εκεί οι ανύστακτοι φρουροί Ιεράρχες, με τα ηγετικά τους
προσόντα, ανεδείχθησαν αρχηγοί του αγώνα, συμπράττοντες με τους πιο
ποικίλους παράγοντες, δηλ. τα Ελληνικά Προξενεία, τους Αξιωματικούς του
Ελληνικού Στρατού, τους Οπλαρχηγούς, τους Επιστήμονες, τους Δασκάλους,
τους Ιερείς, τα Σωματεία, τις Κοινότητες,τον Λαό. Με όλους συνεργάσθηκαν
για την σωτηρία της Πατρίδας.
Το πρώτο και επείγον που είχαν να αντιμετωπίσουν οι νέοι αυτοί Ιεράρχες
ήταν η εμψύχωση και η αναπτέρωση του καταπτοημένου ηθικού των υπόδουλων
Ελλήνων, οι οποίοι δεινοπαθούσαν κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Βούλγαρων
Κομιτατζήδων. Το έργο ήταν δυσχερές και επικίνδυνο. Η ύπαιθρος χώρα
κυριαρχούνταν από τις συμμορίες των Βουλγάρων που με φωτιά και τσεκούρι
αδρανοποιούσαν κάθε εστία Ελληνισμού. Ολόκληρα χωριά, μπροστά στην
ασκούμενη από το Βουλγαρικό Κομιτάτο βία και τρομοκρατία, μεταπηδούσαν
στην Εξαρχία, ενώ Ιερείς, Δάσκαλοι και Πρόκριτοι σφάζονταν καθημερινά
ανηλεώς. Ιδού πώς περιγράφει στα "Απομνημονεύματα" του ο Γερμανός
Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, την κατάσταση στην περιοχή της
Μητρόπολής του, όταν ο ίδιος εγκατεστάθηκε εκεί (1901): "Οι συμμορίες (των
Βουλγάρων Κομιτατζήδων) συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα στις
εκκλησιές και αφού τους όρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την
απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου
εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδύνευαν
ως ύποπτοι στους Βούλγαρους κατέφευγαν στην Καστοριά. Οι Δάσκαλοι
εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του Δασκάλου
Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε 30 λογχισμούς και οι Ιερείς, ύστερα από τη
δολοφονία των Ιερέων Νερετίου, Στρεμπένου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας,
άλλοι πάλι κατέφυγαν στην Καστοριά, όπως οι Ιερείς της Ζορμπάνιστας, του
Απόσκεπου, της Λαμπάνιτσας, της Ζαγορίτσανης, της Κολλίτσας, της
Τεχτόλιτας, και πολλοί έμεναν στα χωριά τους σιωπώντας και περιμένοντας
την ημέρα της απελευθερώσεώς τους από την τυραννία του Βουλγαρικού
Κομιτάτου".
Έχουμε τώρα την εμφάνιση πια, καθαρής προπαγάνδας από Εξαρχικούς -
Βούλγαρους - Δασκάλους και Ιερείς, υποστηριζόμενους από Κομιτατζήδες.
Τυπικά, έχουν σκοπό τον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Ουσιαστικά όμως,
αποβλέπουν στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων και στόχων για την
Μακεδονία. Πρέπει στο σημείο αυτό να πούμε ότι αυτή την εποχή, οι
διακρίσεις των πληθυσμών - στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων -
γίνονται με βάση τη θρησκευτική τους επιλογή και όχι την εθνική τους
ταυτότητα. Έτσι λοιπόν όταν λέμε Εξαρχικός ή Σχισματικός σημαίνει
Βούλγαρος και αντίστροφα, Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος σημαίνει Έλληνας.
Ο Μακεδονικός Ελληνισμός, ή Πατριαρχικός, ή Ορθόδοξος, με μοναδικά όπλα το
Σχολείο και την Εκκλησία, πάλεψε μόνος και αβοήθητος για να μην αποκοπεί
από τις ρίζες του, δηλαδή την Ορθοδοξία και των Ελληνισμό.
Ο Έλληνας - Πατριαρχικός - Δάσκαλος και Ιερέας αναδείχθηκαν τα χρόνια
εκείνα, τα ισχυρότερα στηρίγματα του χειμαζόμενου Ελληνικού Έθνους, στον
Βόρειο - Ελλαδικό Χώρο, και περιόρισαν τα αποτελέσματα της Βουλγαρικής
Προπαγάνδας. Είναι αυτοί που, πιστοί τηρητές των πατρίων, ανεδείχθησαν
πριν την έναρξη, αλλά και καθ' όλη την διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ,
άξιοι του Γένους και της Εκκλησίας, έχοντας προετοιμάσει το έδαφος κυρίως
στις ψυχές των υπόδουλων, έχοντας διεξάγει έναν άλλον αγώνα. "Το των ψυχών
έδαφος", όπως έγραψε ο Πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, αυτός ήταν και ο στόχος
αυτής της προσπάθειας.
Είναι εξ' άλλου γεγονός ότι η λειτουργία των Ελληνικών Σχολείων, με την
πρωτοβουλία πάντα της Εκκλησίας, δεδομένης άλλωστε και της αποκλειστικής
για τον υπόδουλο Ελληνισμό, ευθύνης για την Παιδεία εκ μέρους της,
βοήθησαν στην μη άλωση, αλλά διατήρηση και ισχυροποίηση της Εθνικής
Ελληνικής Συνείδησης των Μακεδόνων.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφεται στις 19 Φεβρουαρίου
1878, προβλέπει την Ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας που θα περιλάμβανε
ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία καθώς και μέρος της Μακεδονίας και της
Θράκης. Η είδηση αυτή προκαλεί την αναταραχή των Ελλήνων στο Σισάνιο και
τη Σιάτιστα.
Η νέα εξέγερση εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων προετοιμάζεται ήδη από τα
τέλη του 1877 από την Κεντρική Επιτροπή της "Εθνικής Αμύνης" και της
"Αδελφότητος".
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1904
Έτσι στις 16 Φεβρουαρίου 1878 λαμβάνει χώρα απόβαση Ελλήνων εθελοντών στο
Λιτόχωρο. Από το Μάϊο αρχίζει αντάρτικο κίνημα στη Δυτική Μακεδονία.
Στις 13 Ιουλίου 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Βερολίνου που προωθεί τη
Βουλγαρία, ενώ η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία τερματίζεται τον
Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας ενίσχυσε τους
Βούλγαρους, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση της Μακεδονίας.
Για το σχέδιο αυτό, κατάλληλα υποστηριζόμενο κατά περίπτωση, άλλοτε από
τους Ρώσους, άλλοτε από τους Άγγλους και άλλοτε από άλλους, κατά την
επιταγή των πολιτικών τους συμφερόντων, άρχισε να εφαρμόζεται με σαφείς
προθέσεις αφελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), της οποίας η από
τους Βούλγαρους με την δύναμη των όπλων προσάρτηση, έγινε με τις ευλογίες
των Άγγλων. Προθέσεις που δεν άργησαν να υλοποιηθούν με τη χρήση βίας
εναντίον των σκληρά αμυνομένων της Ελληνικής Εθνικής τους Συνείδησης
πληθυσμών.
Ήδη από το 1879 σημειώνονται συνεχείς επιδρομές των Βουλγάρων Κομιτατζήδων
εναντίον των Ελλήνων χωρικών στη Μακεδονία.
Την ίδια εποχή, η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε σε ενέργεια σχέδιο υποστήριξης
της Ελληνικής Παιδείας στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με κεντρικούς
πόλους κατεύθυνσης τα Ελληνικά Προξενεία. Κύριος στόχος της προσπάθειας
αυτής ήταν η πύκνωση των Ελληνικών Σχολείων και η σύσταση Νηπιαγωγείων,
Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, με σκοπό τη διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας
και μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Η κίνηση αυτή του Ελληνικού Κράτους
παρ' ολίγον να αποβεί μοιραία για τις σχέσεις του με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, που έβλεπε στην πρωτοβουλία αυτή μια τάση αφαίρεσης ενός
πανεθνικού προνομίου της Εκκλησίας, αλλά και τον κίνδυνο πολιτικοποίησης
του ζητήματος της Παιδείας και επέμβασης των τουρκικών αρχών στα
προγράμματα των μαθημάτων και στη δομή της εκπαίδευσης.
Αν καί τότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ παραιτήθηκε του Θρόνου
(1884) εξ' αιτίας και του ζητήματος αυτού, οι Ιεράρχες στην Μακεδονία
συνέχισαν να αγωνίζονται, χωρίς προστριβές κατά το δυνατόν, με τους
Πρόξενους της Ελλάδας, ώστε η μεγάλη υπόθεση της Παιδείας να μην αποτύχει
και η προσπάθεια να μην αναχαιτισθεί.
Στα 1885 ο Γραμματέας της Εξαρχίας Σιόπωφ διεπίστωνε: "Τα μεγάλα και
δευτερεύοντα κέντρα είναι εξ ολοκλήρου εξελληνισμένα και υπό την επιρροήν
των Ελλήνων και Γραικομάνων. Η Ελληνική Γλώσσα κατακτά έδαφος. Εις το
Μοναστήριον - τα Βιτόλια - όπου προ ετών οι κάτοικοι ήσαν καθαροί
Βούλγαροι, σήμερον δεν ακούγεται η Βουλγαρική Γλώσσα, ει μη κατά τας
ημέρας της αγοράς, ότε συρρέουν έξωθεν οι χωρικοί. Θα δυνηθούν άραγε να
κερδίσουν την Μακεδονίαν οι Βούλγαροι αν σήμερον εγίνετο δημοψήφισμα;
Είμεθα βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θέλει πετάξει εκ των
χειρών μας και οι Έλληνες θέλουν εξ' άπαντος κερδίσει, διότι οι πλείστοι
των κατοίκων θα δηλώσουν ότι είναι Έλληνες".
Το 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη το "Βουλγαρικό Κομιτάτο", ενώ η Ρωσία
ανοίγει προξενείο στα Σκόπια.
Λαμβάνει χώρα η έναρξη της συστηματικής εφαρμογής της πανσλαβιστικής
πολιτικής διωγμού του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία
κορυφώνεται το 1906 με καταστροφή μεγάλων και ανθηρών ελληνικών πόλεων και
με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αγχιάλου, του Πύργου, της
Μεσημβρίας, της Φιλιππούπολης, της Βάρνας, της Σκλύμνου κλπ.
Γνωρίζοντας όμως, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός δεν θα υπέκυπτε τόσο εύκολα
όσο ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι Βούλγαροι έριξαν το σύνθημα
"η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας έτσι και τη συνδρομή των Ελλήνων
γι'αυτόν ... τον "Κοινόν Αγώνα".
Την ίδια εποχή ιδρύονται Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η Παιδεία
παίρνει τα σκήπτρα στην προσπάθεια αποδυνάμωσης της επιρροής της
Βουλγαρικής Προπαγάνδας.
Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή του Ελληνικού Κράτους υπήρξε κατά την
εποχή αυτή - πριν από το 1904 - σημαντική. Αύξησε τις πιστώσεις για τα
σχολεία, πήρε μέτρα για την ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης, ίδρυσε
διδασκαλεία. Παράλληλα ενίσχυσε οικονομικά τις εμπερίστατες Μητροπόλεις.
Το πιο σημαντικό δε ήταν η βοήθεια που προσέφερε για την επάνοδο στον
Οικουμενικό Θρόνο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', γεγονός που οδήγησε στη
μεγαλύτερη δυνατή δραστηριοποίηση των Ιεραρχών στη Μακεδονία.
Το Αντάρτικο Σώμα του Γεωργίου Τσόντου
Έτσι το 1893 ιδρύεται η "Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση''. Σ'
όλη τη Μακεδονία κλιμακώνεται η δράση των Ελλήνων ανταρτών. Μια δράση που
έχει φυσικά τα θύματά της. Ένα από τα πρώτα θύματα του Αγώνα των Ελλήνων
για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ένωσής της με την Ελλάδα είναι
ο Μακεδονομάχος Αθανάσιος Μπρούφας.
Η τραγική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο - Τουρκικό Πόλεμο του 1897,
αποθαρρύνει όπως ήταν φυσικό και το Μακεδονικό Ελληνισμό, ενώ παράλληλα,
δίνει φτερά σε Βούλγαρους και Τούρκους. Οι πρώτοι μάλιστα βρίσκουν την
ευκαιρία να ξεσπάσουν σε όργιο ληστρικής καταδρομής εναντίον των Ελλήνων.
Τον υψηλότερο φόρο πλήρωσαν όπως πάντα οι Κληρικοί και οι Δάσκαλοι.
Στη διετία 1898 - 1899 βρήκαν το θάνατο από διάφορες βουλγαρικές συμμορίες
εξήντα τέσσερις Έλληνες, μεταξύ δε αυτών πολλοί Ιερείς.
Το 1898 εμφανίζονται στο προσκήνιο οι πρώτοι Δυτικομακεδόνες "Εκδικηταί"
όπως αρχικά ονομάσθηκαν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί Κώττας και Βαγγέλης
Στρεμπενιώτης.
Το 1901, ο Γερμανός Καραβαγγέλης (καταγωγή η Νήσος Λέσβος) εκλέγεται
Μητροπολίτης Καστοριάς. Ιδιαίτερα δραστήριος, απέστειλλε επιστολή στον
Πρωθυπουργό Ζαϊμη ζητώντας του οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση. Αλλ' η
Ελληνική Κυβέρνηση σιωπά. Έτσι συγκροτεί μόνος τα πρώτα αντάρτικα,
ελληνικά ένοπλα σώματα τα οποία και συντηρεί οικονομικά ο ίδιος. Σκοπός
αυτών των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των
χωρικών, ν' αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί
αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις
ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία
κινούνταν μεταξύ παρανομίας και ... εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους
αγροτικούς πληθυσμούς.
Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά
σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα ερείσματα του βουλγαρικού
επεκτατισμού και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία!
Αλλά και ο Μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) Νικόδημος έλαβε ενεργά μέρος
στην προετοιμασία του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ αφού μετέφερε όπλα κάτω από τη
μύτη των Τούρκων. Γράφει ο Μαζαράκης γι' αυτόν ότι ήταν "ωραίος
τριακοντούτης, τύπος μελαψός, φυσιογνωμία αγαλματώδης" και περιγράφει την
άφιξή του στην Έδεσσα ως εξής: "Ο διάκος του Δεσπότη βαστούσε κάτι μεγάλες
λαμπάδες, που ήταν τυλιγμένες λίαν επιδεικτικώς με ρόδινο χαρτί. Οι
λαμπάδες ήταν όπλα μάλιγχερ που μετέφερε ο Δεσπότης. Και ενώ ηυλόγει το
πλήθος ... και οι Τούρκοι Αστυνομικοί τον συνώδευσαν εις ένδειξιν τιμής,
τα όπλα που θα μας ελευθέρωναν μίαν ημέραν από αυτούς, μεταφέροντο τόσο
πανηγυρικώς. Κανείς δεν ηδύνατο να υποπτευθή τοιαύτην τόλμην".
Το 1902, ο Ίων Δραγούμης (καταγωγή το Βογατσικό Καστοριάς) διορίζεται
Υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Αμέσως κηρρύσει "Ιερήν Εκστρατεία" στην
ευρύτερη περιοχή. Κατηχεί και εμψυχώνει το λαό της Δυτικής Μακεδονίας.
Ορίζει διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιδρύει και οργανώνει τη
"Μακεδονική Άμυνα".
Την Άνοιξη του 1902, πλήθος από συμμορίες Βούλγαρων Κομιτατζήδων απλώθηκαν
στη Μακεδονία από τον Αλιάκμονα ως τις ακτές του Αιγαίου. Οι τουρκικές
αρχές, μπροστά στις σφαγές και τους εμπρησμούς, πότε καταδίωκαν αυτές τις
ένοπλες ομάδες και πότε αδιαφορούσαν - σκόπιμα - γιά τη δράση τους,
αφήνοντας στο έλεός τους - αναίσχυντα - το μη τουρκικό πληθυσμό. Οι
ωμότητες των Βούλγαρων Κομιτατζήδων σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας
περιγράφονται στην "Κυανή Βίβλο" που εξέδωσε η Βρεττανική Κυβέρνηση το
1903. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: "Η δολοφονία είναι το κυριώτερον
όπλον των βουλγαρικών κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι
κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα
τελευταία πέντε ή εξ έτη... αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι,
δολοφονίαι ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια Ιερέων, Ιατρών,
Διδασκάλων κατακρεουργήσεις, Ιερών Ναών εμπρησμοί... καταστροφή Χριστιανών
Ορθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος". Παράλληλα ανατινάξεις
σιδηροδρομικών γραμμών, τραπεζών, επιθέσεις εναντίον τουρκικών
στρατιωτικών εγκαταστάσεων, ακόμη και φόνοι Τούρκων Στρατιωτών και
Χωροφυλάκων, ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Το 1903, η Βουλγαρική Προπαγάνδα αποφασίζει να παρουσιάσει στην Ευρώπη το
δήθεν "Μακεδονικόν Ζήτημα". Στόχος η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο
Βουλγαρικό Κράτος, όπως λίγα χρόνια πριν έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία.
Προηγουμένως, η Ελληνική Κυβέρνηση, αφού μετά τη σύσταση του Βασιλείου
είχε αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, είχε κατορθώσει
να συστήσει Ελληνικά Προξενεία στα κυριότερα μέρη του υπόδουλου
Ελληνισμού, που απετέλεσαν κέντρα εθνικής εγρήγορσης, με τους
εμπνευσμένους, σε πλείστες περιπτώσεις ελληνόψυχους Προξένους τους, όπως ο
Θεόδωρος Βαλλιάνος, ο Ευγενιάδης και ο Κορομηλάς στη Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος
Λογοθέτης, ο Ίων Δραγούμης, ο Σταμάτιος Πεζάς στο Μοναστήρι, ο Στορνάρης
στις Σέρρες κ.ά. Αυτοί, ζώντας εκ του πλησίον την κατάσταση και
διαβλέποντας τα δεινά που επρόκειτο να ακολουθήσουν, σε περίπτωση
επιτυχίας των σχεδίων των Πανσλαβιστών, άρχισαν να πιέζουν την Ελληνική
Κυβέρνηση για ενεργότερη ανάμειξη του εθνικού κέντρου στα πράγματα της
Μακεδονίας. Ζητούσαν μεταξύ άλλων, οικονομικό πόλεμο εναντίον των
βουλγαριζόντων, λήψη μέτρων εναντίον των Βουλγάρων, αποθάρρυνση των
εκκλησιαστικών προσώπων που διέκειντο φιλικά προς τους Βούλγαρους,
καλλιέργεια ακαταλλάκτου μίσους εναντίον παντός του βουλγαρικού. Όμως το
Κέντρο, απορροφημένο στις δικές του πληγές, δεν συνειδητοποίησε έγκαιρα
τον κίνδυνο. Η Ελληνική Κυβέρνηση διατηρούσε πάντα τις επιφυλάξεις της.Ο
Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών Ρωμανός - με αφορμή τις προτάσεις του του
Έλληνα Πρόξενου στο Μοναστήρι Σταμ. Πεζά για έναρξη ένοπλου αγώνα - είχε
δηλώσει: "Ούτε η Κυβέρνησις, αλλ' ούτε και οι αντιπρόσωποι αυτής πρέπει να
περιπλακώσι εις τοιούτου είδους εγχειρήματα, ων το αλυσιτελές κατεδείχθη
εν τω παρελθόντι, και τα οποία, λόγω του τελικού σκοπού εις ον
αποβλέπουσιν, αποκρούονται υπό της κοινής συνειδήσεως και παντός
πεπολιτισμένου Κράτους. Το Ελληνικόν Κράτος ούτε δύναται, ούτε και οφείλει
να παρακολουθήσει την Βουλγαρίαν εις το είδος τούτο της ενεργείας".
Σ Σ Ε: Η Τάξη του 1890.
Κ. Μαζαράκης, Α. Φραντζής, Ι. Μεταξάς, Ι. Βλαχάβας, Σ. Μαξιμάδας, Ι.
Δρόσης, Π. Μπουκλάκος, Τ. Ρεγκλής, Γ. Σίνας, Ν. Δημόπουλος, Ι. Πετιμεζάς,
Π. Βλάσης, Τ. Διμουράκης
(Συλλογή της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας)
Τον Απρίλιο του 1903 η Θεσσαλονίκη αναστατώνεται όταν βόμβες σκάζουν στους
κεντρικούς δρόμους της πόλης, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται
οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό
πλοίο.
Στις 20 Ιουλίου 1903 λαμβάνει χώρα η Βουλγαρική Ψευδοεπανάσταση του 'Ιλιντεν,
με προεπιλεγμένους στόχους τα ελληνικά βλαχόφωνα χωριά Νεβέσκα - Νυμφαίο
και Κρούσοβο. Οι Τούρκοι αντιδρούν - όπως ήταν αναμενόμενο - και έτσι η
ψευδοεπανάσταση σβήνει σαν πυροτέχνημα. Όμως όλη η περιοχή γεμίζει με
ένοπλες βουλγαρικές ομάδες που τρομοκρατούν τους Έλληνες κατοίκους. Και
ενώ το όργιο των σφαγών των Ελλήνων κορυφωνόταν με την Ψευδοεπανάσταση του
Ίλιντεν, η Ελληνική Κυβέρνηση περιοριζόταν σε διαμαρτυρίες προς τις
Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον της βουλγαρικής θηριωδίας, αποφεύγοντας την
επιθετική πολιτική που εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε το 1904 να υιοθετήσει.
Έτσι ο Γλάδστων έγραφε το 1902: "Ο ελληνικός παράγων εν τη Χερσονήσω του
Αίμου είναι ανίσχυρος και οικονομικώς και στρατιωτικώς ένεκα της ιδίας
αυτού υπαιτιότητος". Και όχι μόνον βέβαια. Αλλά και εξ αιτίας της
υποκριτικής στάσεως των Μεγάλων (Χριστιανικών) Δυνάμεων που όταν έβλεπαν
την πλάστιγγα να κλίνει προς την πλευρά των ελληνικών συμφερόντων
επενέβαιναν για να της αλλάξουν κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός ψυχορραγεί. Εκ
του αποτελέσματος της Ψευδοεπανάστασης του Ίλιντεν, ως συμπέρασμα βγαίνει
ότι δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα για να γεμίσει η περιοχή με τα ένοπλα
βουλγαρικά σώματα, τους Κομιτατζήδες.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία
και Αυστρο - Ουγγαρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρυθμίσεις στο καθεστώς
της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις
νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή
Ιταλό Στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους
Αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις αυτές απέβλεπε σε δικούς της
σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το Βουλγαρικό Κομιτάτο συνέχιζε με
περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες Πρόκριτους
(Γιατρούς, Δασκάλους, Ιερείς κλπ) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις
πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Την Άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η "Μακεδονική
Φιλική Εταιρεία" από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο
Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Κυβέρνηση Θεοτόκη να ενισχύσει την
ένοπλη άμυνα των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Στα τέλη του 1903 και στις αρχές του 1904 το επίσημο Ελληνικό Κράτος
αφυπνίζεται.
Έτσι αποφασίζεται η αποστολή στην Μακεδονία τεσσάρων, δήθεν, ζωεμπόρων.
Είναι στην πραγματικότητα Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού.
Στις 24 Φεβρουάριου 1904, έρχονται στη Μακεδονία γιά να μελετήσουν την
κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας
και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και
Παύλος Μελάς. Οι τέσσερις αυτοί Έλληνες Αξιωματικοί συγκέντρωσαν διάφορα
στοιχεία, έκαναν εκτιμήσεις και κάποιες επισημάνσεις και επέστρεψαν στην
Αθήνα για να ενημερώσουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Το Μάϊο του ίδιου έτους ο Λάμπρος Κορομηλάς διορίζεται από την Ελληνική
Κυβέρνηση Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη.
Στις 22 Μαϊου 1904 στην Αθήνα, ιδρύεται μυστικά το "Μακεδονικό
Κομιτάτο",στα γραφεία της εφημερίδας "Εμπρός". Εμπνευστής, Ιδρυτής, αλλά
και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο Διευθυντής της Εφημερίδας "Εμπρός"
Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και Μέλος της Πρώτης
Οργανωτικής Επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846 -1911) από το Κουτήφαρι
της Έξω Μάνης, Διευθυντής της Εφημερίδας "Καιροί" και πρώτα Μέλη τους
Νικόλαο Πολίτη, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Ιωάννη Ράλλη, Πέτρο Σαρόγλου κ. ά.
Ο Δημήτριος Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την
καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το
σχεδιασμό του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ στο Κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα
και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει
το Ελληνικό Κράτος για τον ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ και τον άξιο Έλληνα Γενικό
Πρόξενο της Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι
στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών.
Το "Μακεδονικό Κομιτάτο", εκτιμώντας την κατάσταση στην Μακεδονία ως
κρισιμότατη, αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα εθελοντών
και οπλισμό για την υπεράσπιση των Μακεδόνων από τις εναντίον τους
επιθέσεις από Βούλγαρους και Τούρκους. Ώσπου όμως να πειστεί η Ελληνική
Κυβέρνηση, συγκέντρωσαν μόνοι τους χρήματα και άρχισαν το μεγάλο τους
αγώνα.
Όμως και η Ελληνική Κυβέρνηση αφυπνισμένη πια, περνάει στην ενεργή δράση.
Σ' όλα τα Ελληνικά Προξενεία αποσπάστηκαν Αξιωματικοί του Ελληνικού
Στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών.
Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της Βουλγαρικής - και της νεοεμφανιζόμενης
Ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία είχε σαν στόχο τις ορεινές κοινότητες της
Ελλάδας - η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά
τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση των
Ελλήνων κατοίκων.
Στις 12 Μαϊου 1904 δολοφονείται ο Μακεδονομάχος Καπετάν Βαγγέλης
Στρεμπενιώτης, και στις 9 Ιουνίου του ίδιου έτους συλλαμβάνεται ο
Μακεδονομάχος Καπετάν Κώτας, ο οποίος και ανεβαίνει στο Ικρίωμα στις 27
Σεπτεμβρίου 1905.
Στις 10 Ιουλίου 1904 έρχεται για δεύτερη φορά στη Μακεδονία ο Παύλος
Μελάς. Φέροντας το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες, και παρουσιαζόμενος ως
ζωέμπορος, κινείται στην περιοχή της Σιάτιστας και της Κοζάνης, εκτιμώντας
προσωπικά την κατάσταση, συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες και
οργανώνοντας το πρώτο ένοπλο σώμα του.
"Παύλος Μελάς" του Γ. Ιακωβίδη (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα)
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης
στις 18 Αυγούστου 1904 με σώμα τριανταπέντε ανδρών από Μακεδόνες,
Ηπειρώτες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου –
Καστοριάς. Τώρα έφερε το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των
ονομάτων των παιδιών του. Οι τουρκικές αρχές έχοντας πληροφορηθεί το
πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος το καταδίωκαν με
ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Παύλος Μελάς άρχισε αμέσως να αντιδρά
εναντίον των κομιτατζήδων γιά να ξεκαθαρίσει την περιοχή , αλλά και γιά να
οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά
Νεγοβάνη και Λέχοβο. Τη δράση του συνέχισε αδιάκοπα ως τις 13 Οκτωβρίου
1904, όταν στη Στάτιστα Καστοριάς - που σήμερα προς τιμή του ονομάζεται
Μελάς - η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε και
τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το ελληνικό σώμα, το οποίο έπειτα
από ηρωική άμυνα δύο ωρών αποφάσισε έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Μελάς που
πληγώθηκε θανάσιμα από τουρκική σφαίρα στη μέση και πέθανε έπειτα από μισή
ώρα, μέσα σ' αφόρητους πόνους. Ένας από τους άνδρες του αποκεφάλισε τον
νεκρό και έκρυψε την κεφαλή για να μην αναγνωρισθεί από τους Τούρκους.
Παρ' όλα αυτά η αναγνώριση έγινε και οι Τούρκοι μετέφεραν το ακέφαλο σώμα
του Παύλου Μελά στην Καστοριά, όπου αργότερα μεταφέρθηκε και η κεφαλή του
και μαζί τάφηκαν στο Πισοδέρι Καστοριάς σε αφανή τάφο κάτω από την Αγία
Τράπεζα. Την ταφή του έκανε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης,
αψηφώντας τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες και τους Τούρκους Χωροφύλακες.
Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Τον
έκανε ήρωα και σύμβολο του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Ο θάνατός του έγινε αφορμή
να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες Ευέλπιδες.
Αναφερόμενος στο θάνατο του Παύλου Μελά και απευθυνόμενος στην Ελληνική
Νεολαία ο Ίων Δραγούμης έλεγε: "Να ξέρετε πως αν τρέξουμε και σώσουμε τη
Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει". Και επεξηγούσε: "Θα μας σώσει από τη
βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώσει από τη μετριότητα κι από την ψοφιοσύνη,
θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε
να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε".
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να
γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βούλγαρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε
μέσο, έτσι ώστε να την προσαρτήσουν στη Βουλγαρία. Η τακτική τους αυτή,
αφύπνισε τους Έλληνες.
Από κάθε μεριά της Ελλάδας, από την Βόρειο Ήπειρο μέχρι τη Μάνη, την Κρήτη
και την Κύπρο, αρχίζουν και καταφθάνουν, με ψευδώνυμα πάντα, οι γενναίοι
εθελοντές Μακεδονομάχοι, των οποίων η παρουσία και δράση εμψύχωνε τους
Έλληνες Μακεδόνες στη συνέχιση του σκληρού και άνισου αγώνα τους, εναντίον
του βουλγαρικού επεκτατισμού και της τουρκικής αναισχυντίας.
Ακολούθησαν και άλλα σώματα που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε
τους Έλληνες Μακεδόνες. Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο
μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της
ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας
ενός ευγενούς αγώνα για την Ελευθερία που παρατάθηκε ως το Καλοκαίρι του
1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο Τουρκικό Σύνταγμα.
Οι Μακεδονομάχοι Καπετάν Φαρμάκης, Καπετάν Τηλιγάδης & Καπετάν Τρομάρας
Πληθαίνουν οι Έλληνες εθελοντές Μακεδονομάχοι, και ο ένοπλος αγώνας
εξαπλώνεται σ' όλη τη Μακεδονία. Ονόματα όπως Βάρδας, Ακρίτας, Μπούας,
Κόρακας, Νικηφόρος, Ρούβας κ. ά. αποτελούν την απόδειξη. Μαζί τους οι
Μακεδόνες καπεταναίοι Νταλίπης, Πύρλας, Μητρούσης, Γιαγαλής, Κύρου, Στέφος,
Ράμαλης, κ. ά. π. δίνουν ένα γερό μάθημα στην βουλγαρική πλευρά.
Στις 25 Μαρτίου 1905 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Βασιλειάδας (Καπετάν
Βάρδας), την οποία ακολουθούν η Μάχη της Δροσοπηγής και η Μάχη στο Μουρίκι
(Καπετάν Ρούβας).
Το Μάϊο του ίδιου έτους αρχίζει η δράση του Καπετάν Γκόνου στο Βάλτο
Γιαννιτσών και του Καπετάν Ζώη στο Μορίχοβο.
Στις 7 Μαϊου λαμβάνει χώρα η Μάχη του Καστανοφύτου (Καπετάν Λίτσας,
Λεωνίδας Πετροπουλάκης) και στις 29 Μαϊου η Μάχη στα Ασπρόγεια (καπετάν
Γύπαρης).
Ακριβώς ένα μήνα μετά τη Μάχη του Καστανόφυτου, στις 7 Ιουνίου, φονεύεται
ο Καπετάν 'Αγρας. Παράλληλα οι Βούλγαροι επιτίθενται στην Αγριανή, στο
Νευροκόπι κ.ά.
Από το 1906 ο Τουρκικός Στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών
και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν
κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν
διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Το 1907 λαμβάνουν χώρα η Μάχη του Παλαιοχωρίου, όπου σκοτώνεται ο Φούφας
και η Μάχη του Λέχοβου (Καπετάν Μουρίκης).
Στις 14 Ιουλίου 1907 σκοτώνεται στις Σέρρες ο Καπετάν Μητρούσης.
Στις 16 Ιουλίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Γέρμας (θάνατος του Γέρμα).
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, στη Στρώμνιτσα σκοτώνεται ο Καπετάν
Νικοτσάρας.
Οι Μακεδονομάχοι αδελφοί Δουγιάμα
Παράλληλα οι αδελφοί Δουγιάμα αναπτύσουν δράση στην περιοχή Γουμένιτσας -
Γευγέλη.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1907 λαμβάνει χώρα η Μάχη της Κρυσταλλοπηγής (Καπετάν
Στέφος).
Το Μάϊο του 1908 διεξάγεται η Μάχη της Πιπερίτσας - Κέλλης. Είναι η
τελευταία μάχη του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Στις 10 Ιουλίου 1908 εκδηλώνεται το Κίνημα των Νεότουρκων.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ λήγει, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων,
Σέρβων και Τούρκων συνεχίζεται σε άλλα επίπεδα ...
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ έδωσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα τη δυνατότητα όχι
μονάχα να επικαλείται την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας στα
διάφορα συνέδρια, ενάντια στην Βουλγαρική - και κάθε άλλη ξένη -
Προπαγάνδα, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο του Ελληνικού
Έθνους για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας - και άλλων υπόδουλων ελληνικών
περιοχών - με τους νικηφόρους Α' & Β' Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13,
πρώτα κατά της Τουρκίας και έπειτα κατά της Βουλγαρίας!
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1913) και την
λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ορίζονται τα σύνορα των Βαλκανικών Κρατών
και η Μακεδονία εισέρχεται σε μια νέα ιστορική περίοδο, ύστερα από δουλεία
πέντε αιώνων, με την πολυπόθητη Ένωσή της πλέον, με την υπόλοιπη ελεύθερη
Ελλάδα!
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ...
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ...
|