ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Close

ΟΣ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΑΤΑΙ, ΕΠΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

«Ὅποιος γνωρίζει εἰς βάθος τὰ ὀνόματα, γνωρίζει εἰς βάθος καὶ τὰ πράγματα»,

γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλον» (435).

 
Μία ἀναπόσπαστη τῆς φιλοσοφίας ἀρχὴ λοιπὸν εἶναι ἡ γνῶσις ἑλληνικῶν, ἀφ' ἑνὸς διότι ὅλες οἱ ἀναπτυγμένες γλῶσσες ἔχουν ὡς μητέρα τους τὰ ἑλληνικὰ -κι ἐκεῖ ἀνάγονται γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ σημαινόμενα οἱ ἀλλόγλωσσοι-, ἀφ' ἑτέρου διότι μόνον αὐτὴ ἀπορρίπτει τὴν συμβατικότητα καὶ παράγει κυριολεκτικῶς Λόγον, ἤτοι λογικὴν σύνδεσιν μεταξὺ σημαίνοντος καὶ σημαινομένου.

Οἱ ὁμιλοῦντες ἑλληνικὰ ἀλλὰ μὴ ἐννοοῦντες τὰ ἑλληνικὰ ἔτυμα ὁμοιάζουν μὲ τοὺς ἀλλοθρόους τοὺς μὴ γνωρίζοντας ἑλληνικά, οἱ ὁποῖοι φθέγγονται συμβατικῶς, ὡς τὸ δίχρονον παιδί, ποὺ ἀναφέρει καὶ ὁ Γαληνός, τοῦ ὁποίου παιδίου τοῦ δείχνεις τὸν ἄρτον καὶ τοῦ φθέγγεις «ἄρτος» καὶ ἔτσι μαθαίνει νὰ ἀντιλαμβάνεται ἀρχικῶς τὰ πράγματα.

Κι ἄν δὲν συμπορευτεῖ ὁ νοῦς μὲ τὸ σῶμα, παρὰ ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνοντας παραμείνει συμβατικῶς ἐννοῶν τὶς λέξεις, στὸ μόνον ποὺ θὰ διαφέρει ἀπὸ τὸ διετὲς παιδὶ ὡς πρὸς τὴν ἀντίληψιν τοῦ κόσμου, τῶν ὑψηλοτέρων νοημάτων καὶ ἰδανικῶν, ὅπως εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀρετή, τὸ θεῖον, ὁ θάνατος, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία κοκ θὰ εἶναι ἡ ἕξις καὶ ἡ ὀργανικὴ ἀνάπτυξις.

Ἡ συνήθεια ἐπαναλήψεως τῶν φθόγγων σὲ συνδυασμὸν μὲ τὴν σωματικὴ σταθεροποίησιν θὰ ὁδηγήσουν μὲν τὸν μεγαλύτερον τοῦ διετοῦς σὲ καθαρωτέρα ἄρθρωσιν τῶν λέξεων, θὰ τὸν παρασύρουν δὲ σὲ καταστροφικὰ ἀποτελέσματα ἄν δὲν φροντίσει νὰ χαλιναγωγήσει διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν Ἰδεῶν τὸ ἅρμα τῆς ψυχῆς του καὶ ἄν δὲν μεριμνήσει νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ ἐπιβάλλει στὶς ἕξεις του τὴν μεσότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ μεταβαλλόμενον σῶμα θὰ τὸν ἀποπροσανατολίζει καὶ θὰ τὸν κλυδωνίζει μεταξὺ ἐλλείψεως καὶ ὑπερβολῆς.

«Τοῦ μὲν λογιστικοῦ ἀρετή ἐστιν ἡ φρόνησις, τοῦ δὲ θυμοειδοῦς ἥ τε πραότης καὶ ἡ ἀνδρεία, τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ ἥ τε σωφροσύνη καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὅλης δὲ τῆς ψυχῆς ἥ τε δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλευθεριότης καὶ ἡ μεγαλοψυχία», Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, 1249α,26, Ἀριστοτέλης.

Ἕνεκα παγκοσμίου ἡμέρας ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ ἐπιστρέφοντας στὰ τῆς αὐδῆς μας ἐπαναφορτώνω παλαιότερον -ἐμπλουτισμένον- ἄρθρον σχετικὸν αὐτῆς, μὰ καὶ τῆς δυστοπίας ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε ἄνευ τῆς ἑλληνικῆς ἀντιλήψεως-γλώσσης τοῦ κόσμου.

Καὶ παρ' ὅτι διαφωνῶ καθέτως μὲ τὶς χριστιανικὲς θέσεις τοῦ Ὀδ. Ἐλύτου ποὺ βεβήλωσαν τὸ «Ἄξιον Ἐστί» στὸ ὁποῖον κανεὶς συναντᾶ τὴν ὡραιοτέρα σύγχρονη πεποίθησιν περὶ τῆς ἀξίας τῆς φωνῆς μας, ἡ φράσις :
«Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου»
ἀντικατοπτρίζει τὸν πλοῦτον καὶ τὴν τύχη ποὺ κληρονομεῖ κανεὶς μὲ τὸ νὰ προγραμματίζει τὸν ἐγκέφαλόν του μὲ τὰ ἑλληνικά, μὰ καὶ συνάμα ὑπενθυμίζει τὸ χρέος ποὺ ἔχει ἕκαστος ἀπέναντι στὴν ἱστορία νὰ προστατεύσει καὶ νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴν ἑλληνικὴ σοφία καὶ κοσμοθέασιν μὲ κάθε τρόπον καὶ κάθε κόστος.
...

«ΓΛΩΣΣΑ, Η ΥΠΟ ΓΝΩΣΙΝ ΑΓΟΥΣΑ ΤΑ ΕΝ ΤΗι ΔΙΑΝΟΙΑι

Στὸ ἔργον τοῦ Ὁμήρου διαφαίνεται πὼς μία ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῶν ἡρώων τοῦ εἶναι πὼς περιπλανῶνται σὲ μέρη ἀλλογλώσσων ἀνθρώπων καὶ στεροῦνται τὸ γλυκὸν θρόισμα τῆς δικῆς τους αὐδῆς, τῆς ἑλληνικῆς :
«ἠλᾶτο ξὺν νηυσί κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους», Ὀδ, γ', 302
«πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους», Ὀδ. α',183.

Ἐπιπλέον, ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ἀποκαλεῖ μέροπες τοὺς ἀνθρώπους γιατὶ μερίζουν τὴν ὄπα τους ( =φωνή τους), ὁ λόγος τους εἶναι ἔναρθρος κι ὄχι ἄναρθρος, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ ζῷα ποὺ οὔτε νὰ συλλαβίσουν μποροῦν, οὔτε νὰ ἀρθρώσουν λόγον. Ἀλλὰ τοὺς χαρακτηρίζει καὶ αὐδήεις, διότι ἡ φωνή τους ὁμοιάζει μὲ ὠδή καὶ ὄχι μὲ βαβοῦρα ὡσὰν τῶν βαρβάρων.

Μὰ καὶ οἱ μεγάλοι μας τραγικοὶ κάνουν συχνὲς ἀναφορὲς στὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἐξυψώνοντάς την μέσῳ τῶν ἡρώων τους.
Ὁ Φιλοκτήτης στὸ ὁμώνυμον ἔργον τοῦ Σοφοκλέους, πληγωμένος καὶ παρατημένος στὴν Λῆμνον γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια, ὅταν συναντᾶ μετὰ ἀπὸ τόσον καιρὸν Ἕλληνες νὰ προσαράζουν στὸ νησί, δὲν χαίρεται γιὰ τίποτα ἄλλον παρὰ μόνον γιατὶ ἀκούει καὶ πάλι τὴν πολυαγαπημένη του γλῶσσα :
«ὦ φίλτατον φώνημα! φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐν χρόνῳ μακρῷ ( =Ὦ μυριοπόθητη λαλιά! Κι ἄχ, ποῦ ἦταν νὰ διαβοῦν τόσα χρόνια γιὰ ν᾽ ἀκούσω τὸν ἦχον σου ξανὰ ἀπὸ στόμα ἀνθρώπου!)», Φιλοκτήτης, Σοφοκλέους.

Ἡ ἱστορία φαίνεται πὼς ἐπαναλαμβάνεται, καθὼς στὶς περιπλανήσεις τοῦ Νεάρχου, τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στόλου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, στὸν Ἰνδικὸν Ὠκεανόν, συμβαίνει κάτι παρόμοιον.

Ὁ Ἀρριανὸς ( «Ἰνδική», 33) ἀναφέρει πὼς στὴν Ἁρμόζεια (σημ. Ὁρμοῦζ στὸν Περσικὸν κόλπον) οἱ Ἕλληνες περιπλανώμενοι μὲ τὸν Νέαρχον συνάντησαν κάποιον ποὺ ἔφερε ἑλληνικὴ χλαμύδα, εἶχε ἑλληνικοὺς τρόπους καὶ ποὺ ὡμίλει ἑλληνικά.

Οἱ πρῶτοι ποὺ τὸν εἶδαν ἔβαλαν τὰ κλάματα γιατὶ μετὰ ἀπὸ τόσες συμφορὲς καὶ ταλαιπωρία ποὺ τοὺς εἶχε βρεῖ σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη ἄκουσαν πάλι ἑλληνικὰ καὶ εἶδαν Ἕλληνα. Ὁ ἄνθρωπος τοὺς εἶπε πὼς εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Ὕστερα, στὸ ἔργον «Αἴας» ὁ Σοφοκλῆς ἀποδεικνύει τὴν σημασία καὶ τὴν ἀνωτερότητα τῆς γλώσσης μας ἀπὸ τὶς ἄλλες γλῶσσες τῆς ἐποχῆς, ἤτοι ἀπὸ τὶς ἐκβαρβαρισμένες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς, γράφοντας :
«Τὴν βάρβαρον γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω», Αἴας, 1263.

Τὴν ἀποκαλοῦσαν βάρβαρον καὶ τοὺς ὁμιλοῦντες της βαρβάρους λόγῳ τῆς βαβούρας (βάρ-βάρ-βάρ) ποὺ προκαλοῦσε ὁ ἦχος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους. Ὑπογραμμίζει ὁ Στράβων :
«ἐκάλεσαν αὐτοὺς βαρβάρους ὡς παχυστόμους καὶ βραχυστόμους… ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας».

Ἀκόμη, στὸ ἔργον «Τραχίνιαι» ὁ Σοφοκλῆς καὶ πάλι διαχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἕλληνες καὶ ἀγλώσσους :
«Ἑλλὰς καὶ ἄγλωσσος», Τραχ., Σοφοκλῆς, 1060.
Ἀλλὰ κι ὁ Αἰσχύλος στὸ ἔργον «Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας» παρουσιάζει τὸν Ἐτεοκλῆ νὰ παρακαλᾶ τὸν Δία νὰ μὴν ἀφανιστεῖ ἡ πόλις του ποὺ μιλᾶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα :

«Μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δηιάλωτον, Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν», Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας, 72.
Καὶ συνεχίζει στούς «Πέρσες», γράφοντας πὼς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων ἠκούοντο ἀπὸ τὸ ἀντίθετον στρατόπεδον δύσθροα βάγματα ( =κακοφωνίες) :
«Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αἰσχ. Πέρσαι, 406
καὶ αὐτὸ ἦταν χειρότερον καὶ πιὸ ἐπίπονον καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑσμίνη.

Μὰ καὶ ἡ Φιλομῆλα παρ’ὅτι ἐβιάσθη ἀπὸ τὸν Τηρέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔκοψε καὶ τὴν γλῶσσα, δὲν στεναχωρήθηκε γιὰ τὰ σωματικὰ δεινά της ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι δὲν θὰ ξαναμιλήσει ἑλληνικά :
«γλῶσσαν ἐμὴν ἐθέρισε καὶ ἔσβεσεν Ἑλλάδα φωνήν».

Κι ὁ Ἡρόδοτος ἀντιπαραβάλλοντας τοὺς Ἕλληνες μὲ τοὺς βαρβάρους, τοὺς δευτέρους τοὺς χλευάζει γιὰ τὴν γλῶσσα τους, λέγοντας πὼς τρίζουν σὰν νυχτερίδες, ὅταν φθέγγουν τὶς νότες :
«βάρβαροι τετρίγασι κατάπερ νυκτερίδες», Δ',181

Ἀκόμη μία ἀπόδειξις πὼς συνεδέετο ἡ διάνοια τῶν Ἑλλήνων, τὰ πιστεύω τους μὲ τὴν γλῶσσα τὴν ὁποία ὁμιλοῦσαν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πλούταρχον στὸν βίον τοῦ Θεμιστοκλέους (6,4,2). Σ’αὐτὸν ἀναφέρει πὼς ὁ Ξέρξης ἔστειλε ἀπεσταλμένους γιὰ νὰ ζητήσουν γῆ καὶ ὕδωρ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους. Ὁ διερμηνεύς, ὑποχρεωμένος ὡς ἦταν, διερμήνευσε τὰ διατάγματα τοῦ Πέρση στὰ ἑλληνικὰ καὶ παρὰ τὸ ἑθιμοτυπικὸν πὼς οἱ ἀπεσταλμένοι δὲν συνελαμβάνοντο, ὁ Θεμιστοκλῆς διέταξε τὴν συλλήψιν τοῦ ἀπεσταλμένου καὶ μὲ ψήφισμα διετάχθη νὰ θανατωθεῖ, γιατὶ ἐτόλμησε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἑλληνικὴ αὐδὴ γιὰ νὰ ἐκφράσει βαρβαρικὲς προσταγές, πρᾶγμα ἀπαράδεκτον :
«φωνὴν ἑλληνίδα, βαρβάροις προστάγμασι ἐτόλμησαι χρῆσαι».

Ἀλλὰ καὶ ἡ Πυθία χρησμοδοτοῦσε μόνον στὰ ἑλληνικὰ κι ὅποιος δὲν καταλάβαινε ἦταν πρόβλημά του. Οἱ πρόγονοί μας ἀγαποῦσαν τόσο πολὺ τὴν γλῶσσα τους καὶ τὴν θεωροῦσαν τόσο ἀνωτέρα ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες, ποὺ ἐνῶ εἶχαν δημιουργηθεῖ λέξεις ὅπως ἀρνησίπατρος, ἀρνησίθεος, ἀρνησίθρησκος, οὐδέποτε ὑπῆρξε ἡ λέξις ἀρνησίγλωσσος, προφανῶς γιατὶ ἐκείνοι εἶχαν καταλάβει πὼς ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἡ πιὸ τελεία γλῶσσα γιὰ νὰ ἐκφράσει ἀπολύτως, ἐναργῶς καὶ λεπτομερῶς τὴν διάνοιά τους.

Μάλιστα πολὺ ἀργότερα ὅταν οἱ Ῥωμαῖοι ἔρχονταν στὴν Ἀθῆνα, τὸ κέντρον πολιτισμοῦ, συνέρρεον στοὺς δημοσίους λόγους γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς Ἕλληνες ῥήτορες ποὺ κατὰ αὐτούς «ἐλάλουν ὡς ἀήδονες».
Ἔπειτα, ὑπῆρχαν πάρα πολλὲς διαφορετικὲς λέξεις γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν ἔννοια τῆς ἑλληνικῆς φωνῆς, ὅλες μὲ λεπτὲς νοηματικὲς ἀποκλίσεις καὶ πάντα στὸ μέτρον τῆς οἰκονομίας ποὺ διέπει μία γλῶσσα.

Ἔτσι τὴν ἔλεγαν ΓΛΩΣΣΑ ( < γνώσκω =γνωρίζω, ἡ ὑπὸ γνῶσιν ἄγουσα τὰ ἐν τῇ διανοίᾳ, δι ΄ἧς τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα γιγνώσκομεν), διότι μέσῳ αὐτῆς μποροῦσε κάποιος νὰ γνωστοποιήσει αὐτὰ ποὺ ἤθελε ἡ ψυχή του ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκφράσει τὴν διάνοιά του.
Τὴν ἔλεγαν καὶ ΑΥΔΗ ( < ἀείδω =τραγουδῶ) γιατὶ εἶχε μέτρον, ἁρμονία, μελωδία.

Ἀλλὰ καὶ ΦΩΝΗ ( < φῶς + νοῦς) γιατὶ αὐτὴ φαίνει/φωτίζει τὰ τοῦ νοῦ, φέρνει στὸ φῶς τὶς σκέψεις μας :
«Σχηματίζεται δὲ ἡ φωνὴ παρὰ τὸ φῶ, τὸ φαίνω...Φαίνει γὰρ καὶ λαμπρῶς δηλοῖ τὰ ἐνθυμήματα. Φωτονόη τίς ἐστιν. Τὰ τοῦ νοὸς εἰς φῶς ἐξάγει...κοινωνοῦμεν ἁλλήλοις διὰ φωνῶν...διὸ καὶ φὼς = ἀνήρ, μόνον ὁ ἄνθρωπος λέγεται, ὡς πολὺ τὸ φωτιστικὸν ἔχων καὶ ἐξαγγελτικόν», Ἑλ. φιλόσ., 36,35.

Καὶ ΨΟΦΟΣ ( =θόρυβος), ὁ θόρυβος τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄναρθρος ἦχος ποὺ βγάζουν τὰ ζῶα·  ἀργότερα εἰπώθη γιὰ τὸν ἦχον ποὺ ἔβγαζαν ὅταν τὰ σκότωναν, ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥῆμα ψοφῶ :
«ἡ δὲ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου· τῶν γὰρ ἀψύχων οὐθὲν φωνεῖ», Περὶ Ψυχῆς, Β', 4230, Ἀριστοτέλης.
Ἀκόμα μία λέξις ἦταν ἡ ΟΜΦΗ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν θεϊκὴ φωνή, ὅπως καὶ ἡ ΦΗΜΗ ( < φημί) ἐν ἀντίθεσει μὲ τὴν ἀνθρώπινη αὐδὴ καὶ τὴν μαντικὴ ΟΣΣΑ [ < ὄπσα < ὄπωπα ( =ἔχω δεῖ) ἤ ΦΑΤΙΣ ( < φημί) ἤ «ΚΛΗΔΩΝ» ( < κλήιζω =φημίζω, ἐγκωμιάζω ἤ κλέος + διδόναι)].

Ἄλλο ἕνα ὄνομά της ἦταν ἡ ΛΕΞΙΣ ( < λέγω) ἀλλὰ καὶ ΑΙΝΟΣ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἐξυμνητικὸς λόγος, ὁ ἔπ-αινος.
Ἐπιπλέον, ΛΟΓΟΣ γιατὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διέπεται ἀπὸ λογικὴ καὶ ὁ,τιδήποτε ἐξέφραζε τὴν λογικὴ ἐλέγετο ἔτσι. Ὁ λόγος ἐλέγετο καὶ ΦΑΣΙΣ ( < φημί).
Καὶ ΕΠΟΣ ( < ἔπω =λέγω) ἦταν ὁ ἔμμετρος λόγος ἀλλὰ καὶ ΕΝΟΠΗ/ ΗΠΥΗ ( < ΟΨ, γεν. τῆς ὀπός = ἡ φωνή), ἡ ἔμμετρος φθογγή.
Ὕστερα, τὴν εἶπαν καὶ ΜΥΘΟΝ ( < μύω = κλείνω) καὶ ἦταν ὁ σκοτεινὸς λόγος καὶ γι΄αὐτὸ καὶ δὲν ἐλέγετο λόγος. Ἐξέφραζε γι΄αὐτοὺς τὸ λογικὸν καὶ ὄχι τὸ παράλογον ὅπως ἑμεῖς τὸ ἐννοοῦμε σήμερα, γι΄αὐτὸ καὶ ὅπως ἔγινε μὲ τὴν λέξιν λόγος, ἔτσι καὶ τὸ παράλογον, τὸ φανταστικόν, ἐλέχθη παρα-μύθι.

Ἐλέγετο καὶ ΟΜΙΛΙΑ παρὰ τὸ ὁμοῦ εἰλεῖσθαι ( =συναναστρέφομαι), διότι ἔφερνε τὶς διάνοιες τῶν συνομιλούντων κοντά. Καὶ ΟΜΑΔΟΣ ( < ὁμοῦ + αὐδή, ἐξ οὗ ἡ ὁμάς).
Ἐπιπροσθέτως, ἦταν καὶ ΦΡΑΣΙΣ [ὁ ἐκ τῶν φρένων ( =νοῦς), ἐκπορευόμενος] καὶ ΘΡΟΥΣ/ ΘΡΥΑΣΜΟΣ, ὡς τὸ θρόισμα τοῦ ἀνθρώπου, ΤΟΝΘΡΥΣ ( < τόνος + θροῦς), ἀλλὰ καὶ ΦΘΟΓΓΟΣ/ΦΘΕΓΜΑ ( < φέγγω + θέω =τρέχω).

Ὁ παραληρηματικὸς λόγος ἐλέγετο ΛΗΡΟΣ καὶ ΓΗΡΥΣ ( < γῆρας) ἦταν ἡ πολὺ δυνατὴ φωνή, ὅπως ἁρμόζει σὲ γηραιοτέρους ποὺ δὲν ἀκοῦν καλά. Ἡ δυνατὴ φωνὴ ποὺ ἔδινε τὸ παράγγελμα ἐλέγετο ΚΕΛΩΡ ( < κελεύω).

Ἀντιθέτως, ΨΙΘΥΡΟΣ ἦταν ἡ χαμηλόφωνος ὁμιλία (ἠχοποίητη λέξις ἀπ’τὸ ψ,ψ ποὺ ἀκούγεται ὅταν ψιθυρίζει κάποιος).
Ἔπειτα, τὴν εἶπαν καὶ «ΒΑΞΙΝ» ( βάξις < βάζω, βαβάζω), ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι δημιούργησαν τὴν δική τους φωνὴ καὶ τὴν εἶπαν vox καὶ ἡ ὁποία γονιμοποίησε μὲ τὴν σειρά της τὴν ἀγγλικὴ voice, γαλλικὴ voix, ἰταλικὴ voce κλπ.

Καὶ τὴν βοὴ τὴν εἶπαν ΕΡΥΓΗ ( < ἐρευγμός, ἐξ οὗ καὶ τὸ ρέψιμον) καὶ ΙΥΓΗ ( < ἰύζω = κραυγάζω λόγῳ πόνου) καὶ ΙΑ.
Τέλος, ὑπῆρχε καὶ τὸ ΡΗΜΑ ( < ῥῶ =λέγω, ἔχω ῥοὴ λόγου) ἀλλὰ καὶ ἡ ΛΑΛΙΑ, ΛΑΚΕΔΩΝ (ἠχοποίητες λέξεις, ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ λάσκω = λέω λα, λα, λα, κατ' ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχον τῆς θαλάσσης, ἐξ οὗ λαλάρια =βότσαλα).

Ἡ γλῶσσα στὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες. Ἐνδεικτικῶς :
Ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ «λείχω» ( =γλείφω) :
Ἀγγλ: Language ἀλλὰ καὶ τὸ ὄργανον tongue
Γαλλ.: Langue
Ἰταλ/λατ/γαλικιακά..: Lingua
Ἰσπαν.: Lengua καὶ idioma ἀπ΄τὸ ἑλληνικόν «ἰδίωμα»
Καταλ.: llengua
Πορτ.: linguagem
Ἰρλ.: teanga
Ἰσλ.: tungumál
Ρουμ.: limbă
Ἀραβ.: لغة [λούγα] اللسان  [λίσαν]
Ἀλβαν.: gjuhë
Μαλτ.: lingwa
Σουαχ.: lugha
Ρωσ./ Σλοβακ/ Σλοβεν/ Πολων.: язык/ Jazyk/ jezyk
Ἐκ τοῦ ῥήματος «σπῶ» ( =λέγω) :
Γερμ.: sprache καὶ τὸ ὄργανον zunge ὡς ἄνωθεν
Νορβ./σουδ.: språk
Δαν.: sprog
Λουξ.: sprooch
Ἐκ τοῦ «τέλλω» ( =λέγω, ὁμιλῶ, ἐξ οὗ καὶ τὸ tell) :
Ὁλλ.: taal
Φινλ.: kieli
Ἐσθον. : keel
Ἐκ τοῦ «κέλωρ» :
Λιθουαν.: kalba
Ἐκ τοῦ φημί ( < φάσις) :
Ἰνδονησ./Μαλαϊκά: bahasa
Ἰαβ./ Σουνδ.: basa