επιστροφή
 

Η διάλεκτος της Λέσβου Διαμορφώθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, μετά την εγκατάσταση αποίκων στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας (Αιολία), προερχομένων κυρίως από το νησί της Λέσβου.

 


ΑΪΒΑΛΙΩΤΙΚΑ

 • ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η διάλεκτος των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και Μοσχονησίων ανήκει στα λεγόμενα ‘βόρεια ιδιώματα’ και εμφανίζει τα βασικότερα φωνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Διαμορφώθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, μετά την εγκατάσταση αποίκων στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας (Αιολία), προερχομένων κυρίως από το νησί της Λέσβου. Με την πάροδο του χρόνου, οι ποικιλίες που ομιλούνταν από τους αποίκους εξαλείφθηκαν και κατέστη ανεξάρτητη διάλεκτος, η οποία παρουσίαζε σημαντικές ομοιότητες με τη Λεσβιακή. Η διάλεκτος του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού έχει δεχτεί ισχυρές επιρροές από την Τουρκική, την επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα εμφανίζει και πολλά στοιχεία των Ρομανικών διαλέκτων, λόγω της μακροχρόνιας Ιταλικής (Γενοβέζικης) κυριαρχίας στην περιοχή (13ος – 15ος αι.).
 

 • ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Πριν το 1922, τα Αϊβαλιώτικα ομιλούνταν στην περιοχή των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και στις γύρω περιοχές της βορειοδυτικής Τουρκίας. Μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923), η Αϊβαλιώτικη διάλεκτος διατηρήθηκε σε ορισμένους διαλεκτικούς θύλακες, όπως στο νησί της Λέσβου, ενώ η διάλεκτος των Μοσχονησίων έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Οι ομιλητές είναι πρόσφυγες πρώτης (λίγοι) και δεύτερης γενιάς. Η διάλεκτος απειλείται με εξαφάνιση.
 

 • ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η διάλεκτος των Κυδωνιών και Μοσχονησίων παρουσιάζει τα βασικά γνωρίσματα του βόρειου φωνηεντισμού, δηλαδή την ανύψωση των άτονων μέσων φωνηέντων /e/ και /o/ (π.χ. φιγγάρ < φεγγάρι, χουράφ < χωράφι) και την αποβολή των άτονων /i/ και /u/ (π.χ. χέρ < χέρι, πλώ < πουλώ). Κάποια άλλα βασικά χαρακτηριστικά της διαλέκτου είναι τα ακόλουθα (Αναγνώστου 1902, Kretschmer 1905):

 Φωνολογία:

1) Η τροπή του συμφώνου [σ] σε [τs] πριν από τα πρόσθια φωνήεντα /ε/ και /ι/ (π.χ. τσι < κι ‘και’, στσέπασι < σκέπασι ‘σκέπασε’). Το συγκεκριμένο φαινόμενο εντοπίζεται στη διάλεκτο του Αϊβαλιού, αλλά απουσιάζει από εκείνη του Μοσχονησιού.
2) Σε ορισμένες περιπτώσεις το σύμφωνο /τ/ προφέρεται ως [σ] μπροστά από το /ι/ και /ε/, μόνο στη διάλεκτο του Μοσχονησιού, π.χ. κυρί < τυρί.
3) Περιστασιακή ανάπτυξη ενός αρχικού /α/ σε σημαντικό αριθμό λέξεων, π.χ. αγλήγουρα < γρήγορα, αχιλώνα < χελώνα.
4) Επένθεση ενός /i/ μεταξύ του τελικού /s/ της ονομαστικής πτώσης και του αρχικού /m/ της ασθενούς μορφής της κτητικής αντωνυμίας, π.χ. ι πατέρας-ιμ < o πατέρας μου (βλ. Gafos & Ralli 2002).

 Μορφολογία:

5) Επικράτηση της μορφής /ι/ του άρθρου αντί του /o/ στην ονομαστική ενικού των αρσενικών ονομάτων, π.χ. ι πατέρας αντί για ο πατέρας.
6) Χρήση του –έλ’(ι) ως το πιο παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα, π.χ. μουρέλ’ < μωρέλι ‘μικρό παιδί’, μόνο στην Αϊβαλιώτικη. Στη διάλεκτο του Μοσχονησiού χρησιμοποιείται το γνωστό της Κοινής Νέας Ελληνικής -άκι, π.χ. μουράκ(ι).
7) Ύπαρξη περισσοτέρων από ένα κλιτικών επιθημάτων στον Παρατατικό ρημάτων της ΚΤ1, π.χ. αγάπουμνα / αγαπούσα ‘αγαπούσα’.
8) Χρήση της αιτιατικής αντί της γενικής πτώσης του κλιτικού, π.χ. μι φέρν’ς < με φέρν’ς, αντί για ‘μου φέρνεις’.
9) Ο Παρακείμενος σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα ‘έχω’ ή το ‘είμαι’ και την παθητική μετοχή, π.χ. έχου φιρμένου αντί για έχω φέρει, είμι φαγουμένους αντί για έχω φάει.

 Λεξιλόγιο:

Στο λεξικό της διαλέκτου των Κυδωνιών και Μοσχονησίων παρουσιάζεται ένας μεγάλος αριθμός λεξικών δανείων, κυρίως από την Τουρκική, αλλά και από την Ιταλική (βλ. Ράλλη, υπό έκδοση).
 

 
http://amigre.upatras.gr/index.php/el/the-linguistic-profile-of-the-dialects

 

επιστροφή

Σ.Χ.